Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Το Κωνσταντινάτο έχει παράδοση και στο ποδόσφαιρο! Αυτή είναι η πιο παλιά φωτογραφία της ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού:


Οι Κωνσταντινάτοι στη Μικρά Ασία ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στον τουρκικό στρατό και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο μόνο οι άνδρες γνώριζαν τουρκικά. Μετά τον ερχομό στην Ελλάδα το 1922 οι Κωνσταντινάτοι, όπως όλοι οι πρόσφυγες που ήρθαν τότε, υπηρέτησαν και στον Ελληνικό στρατό. Παρακάτω φαίνεται στρατιωτικό έγγραφο του 1926:

Φύλλο πορείας άνδρα από το Κωνσταντινάτο για κατάταξη στον Ελληνικό στρατό μετά την εγκατάσταση στην Ελλάδα (1926)

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Οι κάτοικοι του Κωνσταντινάτου παρακολουθούν την κατάθεση στεφάνων και απαγγελία ποιημάτων από μαθητές του Δημοτικού σχολείου στο Ηρώον του Κωνσταντινάτου σε εθνική εορτή

Μαθητές του Δημοτικού σχολείου χορεύουν πριν τη σχολική παρέλαση ανήμερα της 25ης Μαρτίου 1991

Μαθήτριες του Δημοτικού σχολείου χορεύουν - 25 Μαρτίου 1992


Το όνομα του χωριού μας -Κωνσταντινάτο- σημαίνει βυζαντινό νόμισμα, το γνωστό «φλουρί κωνσταντινάτο». Είναι αξιοσημείωτο ότι κανένα άλλο χωριό στην Ελλάδα δεν έχει το ίδιο όνομα.

Φλουρί Κωνσταντινάτο:

Χρυσό νόμισμα με την μορφή του Αγίου Κωνσταντίνου υψηλής αξίας. Είναι γνωστό το παιδικό τραγουδάκι:
- Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί Κωνσταντινάτο
- Μας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο.

Οι λαογράφοι λένε ότι οι Βυζαντινοί παρασκεύαζαν τους ωραιότερους πλακούντες ζυμωμένους με μαγιά, αβγά, ελαφρό λίπος και ζάχαρη (βασιλόπιτες). Τους ονόμαζαν «πίτες», έβαζαν μέσα φλουρί κωνσταντινάτο και τους στόλιζαν με ζυμαρένιο σταυρό στο κέντρο και με το μονόγραμμα της Παναγίας και του Χριστού δεξιά και αριστερά. 

Περί των κωνσταντινάτων υφίστανται πολλές λαϊκές παραδόσεις που αναπτύχθηκαν κυρίως κατά τη βυζαντινή περίοδο. Σύμφωνα μ΄ αυτές, οι έγκυες γυναίκες έφεραν κωνσταντινάτα τόσο για την προφύλαξη των εμβρύων όσο και για την ευκολία του τοκετού. Επίσης κωνσταντινάτα έφεραν και παιδιά ως φυλαχτά κατά της βασκανίας. Ακόμα πιστεύονταν πως τα κωνσταντινάτα επιτάχυναν τη ζύμωση του φυράματος του αλεύρου και της γιαούρτης.

Γενικά οι δοξασίες περί των κωνσταντινάτων ανάγονται κυρίως στα αγιοποιημένα πρόσωπα που απεικόνιζαν σε συνδυασμό της ανεύρεσης του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη. Συνέπεια αυτών ήταν να θεωρείται το κωνσταντινάτο σε ορισμένες των περιπτώσεων ακόμα και ίσης αξίας με το τίμιο ξύλο.

Συγκεκριμένα υπήρχε η παράδοση ότι η Αγία Ελένη όταν βρήκε τον Σταυρό τον έκοψε στα δύο και το ένα τμήμα του το άφησε στα Ιεροσόλυμα, το δε άλλο μετέφερε στη Κωνσταντινούπολη. Τα δε πριονίδια από τον τεμαχισμό αυτό τέθηκαν σε χωνευτήρι με άλλα πολύτιμα μέταλλα από το κράμα των οποίων κόπηκαν τα κωνσταντινάτα. Όμοια παράδοση απαντάται και μεταξύ των ελληνοβλάχων στη Μακεδονία καθώς και στη Βουλγαρία όσο και στη Ρωσία, που ίσως να προήλθαν από βυζαντινό συναξάρι.

Μεταξύ δε άλλων παραδόσεων που αναπτύχθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και στη Πελοπόννησο στα κωνσταντινάτα αποδίδονταν και αιμοστατικές ιδιότητες κατά την γέννα, θεωρώντας ότι η κατοχή τους θεραπεύει «το γύρισμα (λύσιμο) του αφαλού». Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, η κατοχή κωνσταντινάτου από τους Έλληνες επαναστάτες θεωρούνταν φυλαχτό για το "κακό βόλι". Επίσης ότι θεράπευε τον πυρετό, την επιληψία και τον ίκτερο. Στη Μάνη μέχρι σήμερα τα κωνσταντινάτα θεωρούνται πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια και μάλιστα όταν θεωρηθούν ότι ίσως να είναι και θαυματουργά τα τοποθετούν στα εικονίσματα, ενώ σε πολλά μέρη οι κάτοχοί τους κάθε Μεγάλη Πέμπτη τα προσκομίζουν στις εκκλησίες και τα λειτουργούν.

Συνέχεια των παραπάνω παραδόσεων είναι να προσφέρονται ακόμα και σήμερα σε νήπια χρυσά νομίσματα, (σε γεννήσεις και βαπτίσεις) ή συνηθέστερα ο χρυσός σταυρός που καθιερώθηκε μεταγενέστερα αντικαθιστώντας το κωνσταντινάτο.


Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Δείτε παρακάτω φωτογραφίες-κειμήλια από το Κωνσταντινάτο:

 Άννα Μαραβίδου: Η πρώτη δασκάλα που ήρθε στο Δημοτικό σχολείο του Κωνσταντινάτου με τους μαθητές της - Ήρθε από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας

  Μεταγενέστερες φωτογραφίες:

Ο Ηλίας Μακρής με τους μαθητές του.



Ο Βασίλειος Γ. Καψάλης με τους μαθητές του - Υπηρέτησε στο Δημοτικό Σχολείο Κωνσταντινάτου από τις 25/10/1959 έως τις 30/6/1962.



Ο Λεωνίδας Βασδέκης με τους μαθητές του.


Η Ελένη Γκιόκα με τους μαθητές της.









Δείτε φωτογραφίες από τη ζωή στο Κωνσταντινάτο Σερρών:
Αγροτική οικογένεια καθ'οδόν για το χωράφι - Οι δουλειές γίνονταν με τη βοήθεια των ζώων

Αγρότης από το Κωνσταντινάτο κερδίζει το πρώτο βραβείο για το ζώο του στην έκθεση που γινόταν στην πόλη των Σερρών

Γυναίκα από το Κωνσταντινάτο που ήρθε από τη Μ. Ασία σε ηλικία 30 ετών

Εργασία στο χωράφι


Χορός στην πλατεία του Κωνσταντινάτου


Οι συγγενείς της νύφης μεταφέρουν την προίκα της με τα τρακτέρ

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Το χωριό των Κωνσταντινάτων στη Μ. Ασία βρίσκονταν πολύ κοντά στη λίμνη Απολλωνιάδα (αλλιώς Αρτηνία), το στολίδι του νομού Προύσης όπως την αποκαλούσαν. Το ψάρεμα στην Απολλωνιάδα αποτελούσε μια από τις κύριες ασχολίες των Κωνσταντινάτων στην καθημερινότητά τους. 

Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι με το ψάρεμα ασχολούνταν οι γυναίκες. Οι γυναίκες, λοιπόν, πήγαιναν στη λίμνη - την οποία αποκαλούσαν "γιαλό" - με κάρα και για το ψάρεμα χρησιμοποιούσαν δίχτυα που τα έλεγαν "σοσμέ". Μάλιστα, έμπαιναν στη λίμνη με το σώμα, καθώς τα νερά ήταν ρηχά. Τα ψάρια που έπιαναν ήταν κυρίως τούρνες, γριβάδια, γουλιανοί και καραβίδες. Αν έπιαναν πολλά ψάρια, συνήθιζαν να αποθηκεύουν κάποια κάνοντάς τα αλίπαστα.  


Από αφηγήσεις της Βαρβάρας Κωνσταντινίδου (1892-1990) από τους Κωνσταντινάτους της Μ. Ασίας 



Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015


Η γλώσσα των Πιστικοχωριτών είχε μεγάλη ομοιότητα με τη Μανιάτικη διάλεκτο και γενικά με διαλέκτους της Πελοποννήσου, και χαρακτηριζόταν από διάφορους αρχαϊσμούς (π.χ. τι ποιήσωμεν;=τι θα κάνουμε;). Παρουσίαζε διαφορές σε σχέση με τη διάλεκτο των ελληνόφωνων γειτονικών χωριών της περιοχής της Απολλωνιάδας.

Είναι αξιοσημείωτο ότι επειδή στα Πιστικοχώρια (σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Μ. Ασίας) δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ Τούρκοι (γι' αυτό και δεν είχε τζαμιά αλλά μόνο εκκλησίες) πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, οι κάτοικοι των χωριών αυτών δε μιλούσαν καθόλου την Τουρκική γλώσσα και χρησιμοποιούσαν ελάχιστες τουρκικές λέξεις στην καθημερινότητά τους. Διαβάστε παρακάτω μερικές από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Κωνσταντινάτοι στη Μ. Ασία και μετέπειτα στο Κωνσταντινάτο Σερρών. Μάλιστα, κάποιες από αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στο χωριό.


Λέξεις
αβζάτα= βανίλιες (φρούτο)
αγναμάζα= αγύριστο κεφάλι
αγράβλα= δαμάσκηνα
αγωνιώ= γρήγορα
αζντέρι= γερός
άιτσε= αφινίασε
αλιπανάβατο= αποτυχημένο ζυμάρι
αλτζιάκης= θρασύς
αλτζιάς= πόδι (γοφός)
αμάκα= ατομικιστής
αμπατή= πόρτα
αμπντάλης= αλλόκοτος
αναδιάζω= συμβουλεύω
αντέτι= έθιμο
αραλίκι= άνοιγμα/χαραμάδα ή διάστημα χωρίς δουλειές
αφκρίσκα= άκουσα
άφτρα= καμινάδα
αχεροφάς= δικράνι
βάεψε= έγειρε
βίζιτα= επίσκεψη
βούζα= είδος αγριόχορτου
βούκα= μπουκιά
βουλάκα= χωμάτινη πέτρα
βτίνα= πήλινο δοχείο
γάνιασα= δίψασα
γάρα= πολύ αλμυρό
γενιτσαρούδια= κατιφές (φυτό)
γιάγμα= διωγμός/λεηλασία
γιάντα= κλείδα
γιλντίζω= βαριέμαι
γιούνι= μερίδα
γιούριστε= σηκωθείτε
γιούρτσε= πήγε
γιούτια= λόγια (με την έννοια: βάζω «φυτίλια» σε κάποιον)
γκαργκαλεύω= γαργαλάω
γκέτσκα= αργά
γκζούμα= κοιλιά
γκιόξι= στήθος
γκιστιρντίζω= κάνω κάποιον να ζηλέψει
γκντω= σπρώχνω
δέτζερης= κατσαρόλα
δινιξίμι= βαφτισιμιός
έλικας= πελαργός
έσισε= ξεσήκωσε
ζαμακώνω= κατακτώ κάτι (με αρνητική έννοια)
ζέβλα= σιδερένιο παλούκι
ζνίχι= λαιμός
ζνταυλίζω= ανακατεύω τη φωτιά
ζόπκος= κόμπος
ζορμπίλες= σταλακτίτες
ζουλγκούτι= ταλαιπωρία
θρυβουλιάζω= θρυμματίζω
καβάκι= λεύκα
καϊρντίζω= συμπονώ
καΐσια= βερύκοκα
κάιτσα= γλίστρησα
καλπίνα= καλοπερασάκιας, τεμπέλης
καμώ= κλείνω τα μάτια
κανίρτσε= έπεισε
κάπτσα= πήρα
κασνάκι= νταούλι
κασούρα= καυτερή πιπεριά
καστρινούδια= γαρυφαλλιές
κατσιουρντίζω= μου πέφτει κάτι από τα χέρια
καφάς= κεφάλι
κβανώ= κουβαλάω
κίιτσε= ζεστάθηκε
κιόρης= τυφλός
κμάσι= κοτέτσι
κοϊτή= απανεμιά
κολυβόσμος= κολυβόζουμο (βαρβάρα)
κορώνω= ανάβω
κουλβαντίζω= κυνηγάω κάποιον
κουλουρντίζεται= περηφανεύεται
κουντλώ= παραπατάω
κουντούρτσε= "φαγώθηκε"
κούπανος= μπούτι κοτόπουλου
κουπάρτσε= κόπηκε
κούρταλο= πολύ ξερό
κρίνω= μιλώ
λάγγεψα= πήδηξα
λαΐνα= στάμνα
λακούτσι= λακούβα
λάντα= λακούβα με νερό
λιγδερό= αρτυμένο
λιγένη= λεκάνη
λιμανώ= πετάω, ρίχνω
λιμόρια= νεκροταφεία
λιώμαι= κυκλοφορώ
λογρίζω= περιφέρομαι
λόρτος= όρθιος
λουφτουκαμώ= ανοιγοκλείνω τα μάτια
μαδίζω= μαλώνω
μάξος= επίτηδες
μαστραπάς= μεταλλικό ποτήρι
ματακτώ= μετακινώ
ματοτσίνορα= βλεφαρίδες
μαχανάς= αφορμή
μιλίνα= γλυκιά πίτα
μισάλα= τραπεζομάντηλο
μισκίνης= αδύνατος
μούρτζιος= αυτός που έχει λερωθεί στο πρόσωπο
μουσμούλης= χασομέρης
μούτι= ελπίδα
μούτσικα= μούρη
μπαϊλντώ= λιποθυμώ
μπακίρα= κουβάς για νερό
μπάμπω= γριά
μπαξίσι= φιλοδώρημα (κυρίως σε οργανοπαίχτες)
μπάριμ= τουλάχιστον
μπασιαρντίζω= "πιάνουν" τα χέρια μου
μπατάκι= βούρκος
μπατιρόσπορα= ηλιόσπορα
μπατίρτσα= χρεωκόπησα
μπερεκετλίδικο= άφθονο
μπόι= φούστα
μποσιάνκο= χαλαρό
μπούζι= κρύο
μπουμπούδι= μικρόσωμο σκυλί
μπουρδούκες= υπολείμματα από φαγητό στο πρόσωπο
μπουρλιά= αρμαθιά (από σκόρδα)
μπουχτσιάς= «σακί» από σεντόνι που περιέχει πράγματα και μεταφέρεται στην πλάτη
μσίρα= γαλοπούλα
μσίρι= καλαμπόκι
νεγρώνω= τσιγκλάω/φανατίζω
νέισα= τέλος πάντων
νιζά= σπίρτα
νικατώνω= μεταφέρω λόγια (προδίδω)
νιλβάζω= επιτίθεμαι για να κάνω καβγά
νιφκα= έπλυνα το πρόσωπο
νταβούλιασε= πρήστηκε
νταγαντσα= ακούμπησα
νταγιάκι= υποστήλωμα
ντανάδι= αρσενικό μοσχάρι
ντάρκα= δύσκολα
ντερλικώνω= τρώω λαίμαργα
ντιϊντώ= βλέπω
ντίκης= ισχυρογνώμων
ντικτίζω= σηκώνω (ποτήρι/μπουκάλι) για να πιω
ντιλιμπάσα= χαζή
ντιρμάνι= κουράγιο
ντουζένια= νοικοκυριά
ντούζικα= ίσια, ευθεία
ξεποβγάζω= ανταποδίδω
ξερατίζω= διώχνω
ξεροχανιάζω= χασμουριέμαι
ξεστριμμένη= ανάποδη
ξιπάσκα= τρόμαξα
ξλιάζω= κρυώνω
ουρμάνι= μέρος γεμάτο αγριόχορτα
παντέχω= περιμένω
παπαδούδια= χαμομήλι
παραμαλιάζω= σκορπίζω
παρασόλα= ομπρέλα
παραυλώ= τεμπελιάζω
πατιρντί= σαματάς
περγιόρος= αυλόγυρος
πλαλώ= τρέχω
πνάκι= πιάτο
ποτσακίζω= αποθαρρύνω
πούλα= κουνιάδα
πουλούρωσε= μαλάκωσε
πουρναρούδι= βασιλικός
πουτσιμιάζομαι= ανατριχιάζω
πρισκιάζω= κοιμάμαι
πρόσφολος= αβγομάνα
προύνο= πολύ μάυρο
ραβαΐσι= χαλαρότητα
ρασπάτι= πολύ ξινό
ρεκπής= κοντός
ριντές= τρίφτης
σαβουρντώ= πετάω κάτι
σαϊνακτσής= αυτός που βαριέται εύκολα
σαΐτα= πλάστης
σαλαβατιάζω= δέρνω
σαλαμούρα= άλμη
σάλμα= άχυρο
σαλντίζω= απλώνω χέρι για να πάρω
σαλτανάτι= βόλτα, «γύρα»
σάματι= μήπως
σαντέ= γεμάτο από
σαραπατράκι= σαράβαλο
σαργκιά= υπαίθριοι πάγκοι πωλητών
σαρσέμης= χαζός
σάσκα= ετοιμάστηκα
σάτσι= μαγειρικό σκέυος
σάχνιασαν= μούλιασαν
σγάρα= το μπροστινό μέρος του σώματος, μέσα από το ένδυμα
σερσεμλεντίζω= αποβλακώνομαι
σιάχτσα= απόρησα
σιδροσίνι= ταψί
σιρίκα= μακρύ ξύλο
σισιρντίζω= αποσυντονίζομαι, "τα χάνω"
σισμίσκα= κουνήθηκα
σκιάζομαι= διστάζω
σκομίζω= χαλάω την τάξη
σκουμπλώθκα= παραπάτησα
σκουντερίκα= σαύρα
σνι= σοφράς (χαμηλό τραπέζι)
σοκακτσής= αυτός που είναι συνέχεια εκτός σπιτιού (σε βόλτες)
σντέκνισσα= κουμπάρα
σοουτιά= ιτιά
σουζέκι= στραγγιστήρι
σουΐρι= θέαμα
σουκτίζω= καταστρέφω, σπάω
σουλουγαντσε= λαχάνιασε
σουλούκι= ανάσα
σουρμαλώ= σέρνω
σταυρί= ράχη
στια= φωτιά
σφαλάγκοι= σαλιγκάρια
σφάρδακας= βάτραχος
σφεγγάρι= σφηκοφωλιά
ταμαχκιάρης= άπληστος
ταπαλαντίζω= αποπαίρνω
ταρτάρια= κάλτσες
ταχιά= πολύ νωρίς το πρωί
τερλίκια= πλεκτές κάλτσες
τζαγκαρώνω= σκαρφαλώνω
τζιγκντούρια= παντζάρια
τζίμσιρι= καλαμπόκι για ποπ-κορν
τζινιές= στόμα/σαγόνι
τζοσβές= μπρίκι
τμαρεύω= τακτοποιώ
τουτούρτσε= πήγε (χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια)
τράχωμα= προίκα
τριχάς= κόσκινο
τσαγρούδι= χορτάρι
τσακάτι= μέτωπο
τσακμάκι= αναπτήρας
τσαλκαντίζω= ανακατεύω
τσάσκα= φλυτζάνι
τσάτισα= έπαθα
τσατσανεύομαι= συμπεριφέρομαι χαζά (σαν μικρό παιδί)
τσαφλαμπούσκες= ποπ-κορν
τσβούρα= κρύο
τσιγαρίδες= χοιρινή τηγανιά
τσιοπλάκης= γυμνός
τσιορβάς= τραχανάς
τσιρβούλια= χειροποίητα δερμάτινα παπούτσια (από δέρμα χοίρου)
τσιτσινιά= κουτσουλιά
τσοπλάκικο= γυμνό
τσορμπατζής= χουβαρντάς
τσουμαλέκα= γκλίτσα
τσουράπια= κάλτσες
τσρακούδια= λουκούμια
φάλικα= μεγάλο δρεπάνι
φκάλι= σκούπα
φκαλώ= σκουπίζω
φολογώ= αναστενάζω
φουλντάκιασε= κοκκίνισε
φουρδουκλώ= κυλάω
χαϊβάνια= τα ζωντανά
χαϊρσίζης= άχρηστος
χάνιαζω= ανοίγω το στόμα
χανιάρης= αφηρημένος
χαρανί= καζάνι
χαρπαλάτσε= άρπαξε
χέρσι= άρχισε
χιγινέτσα= κακιά
χλιάρι= κουτάλι
χούρτσαλο= σκουπίδι
χρία= τουαλέτα
χρονιάρα= γιορτινή
χτιμπάρι= εκτίμηση
ψιψίκια= παντόφλες

Επιμέλεια: Γιάννα Τάνσαρλη

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Οικογένεια από τους Κωνσταντινάτους της Μικράς Ασίας



 Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιφορά της εικόνας 


 Σεπτέμβριος του 1958 - Αγιασμός στην αυλή του σχολείου 
        
Το συγγενολόι της νύφης πάνω στο τρακτέρ, έτοιμο για το γάμο που θα γίνει στην γειτονική Αγία Ελένη


 Η εργασία στα χωράφια γινόταν με αλληλοβοήθεια των συγγενών και των φίλων (1958)

Η πρόσοψη της παλιάς εκκλησίας (1951)


Τα αδέρφια Νίκος (15 χρ.) και Στέργιος (6 χρ.) Πραγκαλούδης σε φωτογραφείο των Σερρών το 1943 - Είναι χαρακτηριστικά τα δερμάτινα χειροποίητα τσαρβούλια που φορούν

Πηγή: Οι Κωνσταντινάτοι, το Κωνσταντινάτο και ο Ιερός Ναός του Αγίου Παντελεήμονα, Ιωάννης Αθ. Γκόγκος, 2014

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

                                 

Με απόλυτη επιτυχία στέφθηκε η πρώτη εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Κωνσταντινάτου που πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ (17-01-2015) για την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας. Πάνω από 80 άτομα παρευρέθηκαν στην ταβέρνα του χωριού και διασκέδασαν μέχρι αργά στο παραδοσιακό γλέντι που ακολούθησε.










Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015


Γράφει: Ο Γιάννης Λεκκάκος-Καθηγητής Σχολικός Σύμβουλος ε.τ. Πρόεδρος του Λακωνικού Συλλόγου «ΤΕΥΘΡΩΝΗ»
1. Εννοιολογική σημασία: Πιστικός ή μπιστικός είναι ο μισθωτός τσομπάνος, με μηνιαίο συμφωνημένο μισθό, ο βοσκός, ο έμπιστος. Η σημασία της λέξης πιστικός είναι η αυτή, όπως και κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Στην Καππαδοκία και στη Βιθυνία της Μ. Ασίας, πιστικό έλεγαν και τον υπάλληλο, περιώνυμη είναι η φράση «πήγα πιστικός». 
2. Γενικά στοιχεία: Τα χωριά των Πιστικών βρίσκονται στην περιοχή της Ρυνδακίας και της Απολλωνιάτιδας χώρας της Μ. Ασίας και ονομάστηκαν Πιστικοχώρια ένεκα των ποιμένων, που πριν από πολλές εκατονταετηρίδες μεταφέρθηκαν από τους Οθωμανούς ως αιχμάλωτοι κυρίως από τη Μάνη. Η εκ Μάνης αποίκηση τους φανερώνεται στα ήθη και το γλωσσικό τους ιδίωμα, βεβαιώνεται δε τούτο από την παράδοση και τις διηγήσεις των πρεσβυτέρων κατά την ηλικία πιστικών. Οι εκ Μάνης Πιστικοί στην περιοχή της Ρυνδακίας και της Απολλωνιάτιδας χώρας πλήθυναν συν τω χρόνω και αποτέλεσαν χωριά φόρου υποτελή, που υπάγονταν διοικητικά τα περισσότερα απ’ αυτά στο Μιχαλίτσι και την Προύσα και εκκλησιαστικά εξαρτιόνταν από τον Μητροπολίτη Νικομήδειας του οποίου αντιπρόσωπος είχε έδρα στην Απολλωνιάδα.
3. Ιστορικά στοιχεία (προέλευση Πιστικοχωριτών): Οι παραδόσεις για την προέλευση και την εγκατάσταση των κατοίκων των Πιστικοχωρίων είναι πολλές.
α. Μία από αυτές αναφέρει, ότι οι Τούρκοι μετά την κατάκτηση-παράδοση του Μυστρά το έτος 1460 μ. Χ. αιχμαλώτισαν πολλούς κατοίκους της Μάνης και τους έστειλαν στο Σουλτάνο. Η μητέρα του Σουλτάνου, η Μάρω, που ήταν χριστιανή και κόρη του βασιλιά της Σερβίας Γεωργίου, τους χάρισε τη ζωή και τους έστειλε στην περιοχή της Απολλωνιάδας λίμνης, δίνοντας τους πρόβατα και βοσκοτόπια. Οι Μανιάτες των οικισμών της Απολλωνιάδας λίμνης ως πιστικοί ήσαν υποχρεωμένοι κάθε χρόνο να παραδίδουν στο δημόσιο διάφορα προϊόντα, όπως μαλλιά, τυριά και τα αρσενικά πρόβατα.
β. Η επανάσταση του Ορλώφ στην Πελοπόννησο το έτος 1770, επί αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης Β’ της Μεγάλης, καταπνίγηκε από τους Τούρκους. Εξ αυτού του γεγονότος οι Τούρκοι μετά την επικράτηση τους μετέφεραν από την Πελοπόννησο στην Μικρά Ασία, στην περιφέρεια της Απολλωνιάδας λίμνης, άνδρες και πολλά γυναικόπαιδα και τα πούλησαν σε Τούρκους μπέηδες και πασάδες για να φυλάγουν τα πρόβατα τους ως Μπιστικοί-τσοπάνηδες. Το ίδιο έγινε και κατά τη διάρκεια της εξοντωτικής στην Πελοπόννησο εισβολής του Ιμπραήμ την περίοδο της Επανάστασης του 1821.
γ. Ο Βυζαντινολόγος Απόστολος Τσίτερ γράφει ότι: «Τα χωριά τα λεγόμενα Πιστικοχώρια μιλούσαν διάλεκτο, η οποία ήταν εντελώς διαφορετική από της Τρίγλιας και των άλλων παραλιακών χωριών, έμοιαζε πολύ με διαλέκτους της Πελοποννήσου. Η διάλεκτος των χωριών αυτών είχε μεγάλη ομοιότητα με την Μανιάτικη και γενικά με διαλέκτους της Πελοποννήσου». 
4. Εκκλησιαστική Περιφέρεια της Απολλωνιάδας: Οι ποιμένες κάτοικοι των Πιστικοχωρίων ανήκαν στο Ανατολικό Ορθόδοξο δόγμα. Ανάμεσα στα 24 χωριά που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική Περιφέρεια της Απολλωνιάδας, ήταν και τα παρακάτω εννέα Πιστικοχώρια, που κατοικούσαν Μανιάτες:
α. Βουρλάτοι ή Μπάσκιοϊ
β. Αγινάτοι ή Ικίζτσε
γ. Κωνσταντινάτοι ή Τσατάλ Αγήλ.

δ. Βουλγαράτοι ή Χωρούδα ή Καρατζάομπα
ε. Καμαριωτάτοι ή Αγία Κυριακή ή Τάς Πινάρ ή Κερεμέντ
στ. Κήδεια ή Καράκοτζα
ζ. Απελλαδάτοι ή Σούμπαση
η. Σειριάνοι ή Σέυραν
θ. Πριμικήρι ή Κιρμικήρ
5. Η διοίκηση και η γλώσσα των Κοινοτήτων στα Πιστικοχώρια: Οι κοινότητες στα Πιστικοχώρια διοικούνταν από τους δημογέροντες και τους προεστούς. Η γλώσσα και τα έθιμα των κατοίκων διέφεραν από τα άλλα χωριά των Ελλήνων της Μ. Ασίας και διατηρούσαν όλα τα στοιχεία της γλώσσας των προγόνων τους και τα έθιμα τους, με αποτέλεσμα μέχρι και την Μικρασιατική Καταστροφή, να θυμίζουν έντονα τη Μανιάτικη καταγωγή τους. 
6. Η εγκατάσταση και διασπορά των Πιστικοχωριτών στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και οι αναμνήσεις τους: 
α. Οι περισσότεροι Πιστικοχωρίτες, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατέφυγαν στα χωριά των Σερρών και της Δράμας. Στις Σέρρες οι καταγόμενοι από τους Σειριάνους των Πιστικοχωρίων λένε με υπερηφάνεια «Εμείς είμαστε Μανιάτες στην καταγωγή». Οι περισσότερες οικογένειες που ζούσαν στο χωριό Πριμικύρη των Πιστικοχωρίων ήσαν από τη Μάνη. Οι πλείστοι από τους Πιστικοχωρίτες που καταγόνταν από τους Αγινάτους (Άγιο-Ιωάννη) εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφήστο Ψυχικό Σερρών. Ο Γερμανός περιηγητής Φίλιψον,[8] αναφέρει ότι ο οικισμός Αγινάτοι κατοικούνταν από Μανιάτες, που είχε φέρει ένας μπέης, σχετική γραπτή μαρτυρία[9] λέγει ότι: «Ήλθομεν με το γέροντά μου Άγιον Τιμόθεον εις την Απολλωνιάδα και αύριο αναχωρούμε για τους Αγινάτους. Γράφω εγώ, ο Παναγιώτης, από το Κατιρλή 1602». Από το χωριό Απελλαδάτοι ή Σούμπαση κατάγεται το πατριαρχικό σόι των Καβουνίδηδων ή αλλιώς Καούδια ή Καβούδια. Στην Αγία Μαρίνα της Βέροιας, εγκαταστάθηκαν κάποιες οικογένειες, που κατάγονταν από την Αγία Κυριακή των Πιστικοχωρίων της Μ. Ασίας και λέγουν ότι τους αποκαλούσαν πιστικούς, διότι οι πρόγονοι τους ήταν τσομπάνοι του σουλτάνου και είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή μεταξύ Απολλωνιάδας-Προύσας και Μιχαλιτσίου, προερχόμενοι από την περιοχή της Μάνης και των Αγράφων. Μια μαρτυρία λέγει ότι οι νεώτεροι άκουγαν πολλές φορές τους παππούδες και τους συγχωριανούς να περηφανεύονται για την καταγωγή τους. Είμαστε γνήσιοι Έλληνες, καταγόμαστε από τη Μάνη και μας έφερε εδώ[10]η Μάρω η βασίλισσα, για να βόσκουμε τα κοπάδια του σουλτάνου. Οι έρευνες βεβαιώνουν την ύπαρξη της Σουλτάνας, η οποία ήταν χριστιανή λόγω της Σερβικής καταγωγής της. Πρόσφυγες από τους Βουρλάτους-Μπάσκιοϊ, που σημαίνει κεφαλοχώρι έχουν εγκατασταθεί στο χωριό Αναρράχη της Πτολεμαΐδας. Οι κάτοικοι των Βουρλάτων-Μπάσκιοϊ των Πιστικοχωρίων ανέρχονταν σε διακόσιες οικογένειες περίπου, ήταν όλοι Έλληνες και μιλούσαν μόνο ελληνικά και προέρχονταν από την περιοχή της Μάνης.
β. Το Παλαίφυτο Γιαννιτσών Στο Παλαίφυτο Γιαννιτσών το έτος 1922 ήρθαν Μικρασιάτες πρόσφυγες από τα Κήδεια, το μεγαλύτερο χωριό των Πιστικοχωρίων, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Η παράδοση αναφέρει ότι οι κάτοικοι των Κηδείων και των υπόλοιπων οκτώ Πιστικοχωρίων, που βρίσκονταν στη γύρωθεν της λίμνης Απολλωνιάδας, περιοχή κατάγονταν από αιχμάλωτες οικογένειες της Μάνης. Η ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας το 1924, οδήγησε στο Παλαίφυτο και τους κατοίκους του Τσακηλίου [Πετροχωρίου]. Αυτοί οι Πιστικοχωρίτες το μόνο που διέσωσαν από την πατρίδα τους είναι η εικόνα της Ζωοδόχου πηγής, που προερχόταν από την εκκλησία του χωριού τους.
γ. Οι Μανιάτες του οικισμού Άγιος Χαράλαμπος της Καππαδοκίας Η εκστρατεία του Τούρκου σερασκέρη[11] Χατζή Οσμάν κατά τα Ορλωφικά το έτος 1770 εναντίον της Μάνης και η απόπειρα του[12] να την προσβάλλει για να την κατακτήσει πιο εύκολα από την Ανατολική μεριά του Ταϋγέτου είχε τα παρακάτω επακόλουθα. Ο Χατζή Οσμάν στο διάβα του προκάλεσε καταστροφές, θανάτους και αιχμαλωσίες Μανιατών. Ξεχωριστά συμβάντα αυτής της εκστρατείας ήταν η αυτοθυσία των Καλκαντήδων, που προέβαλαν γενναία και σθεναρή αντίσταση αμυνόμενοι στον πολεμόπυργο τους στο Σκουτάρι και στη συνέχεια η ήττα του Χατζή-Οσμάν από τους Μανιάτες στην τοποθεσία Τρικεφάλι. Η αιχμαλωσία όμως πριν τα άνω γεγονότα πολλών Μανιάτικων οικογενειών από τα στρατεύματα του Χατζή-Οσμάν και η βίαιη μεταφορά και εγκατάσταση τους στην Καππαδοκία υπήρξε ένα οδυνηρό τίμημα ξεριζωμού και αίματος για τη Μάνη και τους Μανιάτες. Στην Καππαδοκία οι Μανιάτες έφτιαξαν το χωριό Άγιος Χαράλαμπος σε ανάμνηση του ονόματος της παλιάς πατρογονικής εκκλησίας τους, του Αγίου Χαραλάμπους, που και σήμερα υπάρχει στο χωριό Σκουτάρι της Προσηλιακής Μάνης. Από τους Μανιάτες κατοίκους του Αγίου Χαραλάμπους Καππαδοκίας με την ανταλλαγή των πληθυσμών κάποιοι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Καρβάλη Καβάλας,[13] ένθα υπάρχει και το Πολιτιστικό Κέντρο Καππαδοκικών Μελετών, πρόεδρος του σπουδαίου αυτού πολιτιστικού Κέντρου του Συλλόγου της Νέας Καρβάλης είναι ένας θαυμάσιος και πολυτάλαντος άνθρωπος ο Καπλάνης Ιωσηφίδης γεννημένος από μητέρα Μανιάτισσα καταγόμενη από τον Άγιο Χαράλαμπο της Καππαδοκίας. Ο Καπλάνης Ιωσηφίδης είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα που επιτελεί σοβαρό εθνικό και πολιτιστικό έργο με τις εκάστοτε πρωτοβουλίες του, γι’ αυτό του αξίζουν χάριτες, έπαινοι και ευχαριστίες. 
Πηγή: http://lakonia-gr.blogspot.gr/


Στα Πιστικοχώρια περιλαμβάνονταν τα εξής χωριά: Αγία Κυριακή, Βουλγαράτοι (Μπάσκιοϊ), Χωρούδα (Καρατζόβα), Κωνσταντινάτοι, Σα(γ)ινάτοι (ή Αγινάτοι), Απελαδάτοι, Σιργιάνι (ή Σιριγιάννη) και Πριμηκίρι. Σύμφωνα με το Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολις 1867), σελ. 97-98, τα χωριά αυτά ονομάστηκαν έτσι από τους ποιμένες («πιστικούς», σύμφωνα με τη μανιάτικη διάλεκτο) που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές του Ρυνδάκου και της Απολλωνιάδας από τους Οθωμανούς, πιθανότατα κατά το 16ο αιώνα. Στους βοσκούς αυτούς παραχωρήθηκε από το οθωμανικό κράτος η εκμετάλλευση κοπαδιών προβάτων. Με τον καιρό ο πληθυσμός τους αυξήθηκε και συνέστησαν τα παραπάνω χωριά. Αργότερα, όμως, λόγω «καταστροφής των ποιμνίων» (άγνωστες οι αιτίες και η έκταση αυτής της καταστροφής), τους επιβλήθηκε φόρος νομής, «οτλακιέ» (otlakıye=φόρος που πληρώνεται από αυτούς που βόσκουν τα ζώα τους σε δημόσια γη). Το καθεστώς αυτό διήρκεσε μέχρι και την εποχή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1807-1839), όταν απελευθερώθηκαν από αυτού του είδους την υποχρέωση, βλ. Μεσιτίδης, Α. – Δεληγιάννης, Β., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 427-428. Από άλλους η εγκατάσταση των βοσκών τοποθετείται σε πολύ νεότερα χρόνια, περ. το 1800. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 252-253.

Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμούhttp://asiaminor.ehw.gr/


Οι ιστορικοί Μ. Κλεώνυμος και Χρ. Παπαδόπουλος στο έργο τους “Βιθυνικά” ή “Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής. Εν Κωνσταντινουπόλει 1867. Αντίγραφο Β’ 148, φ. 4 – 5”, αναφέρουν: 

«Χωρία Πιστικών Πιστικός δηλοί παρά τοις εκ Μάνης της Πελοποννήσου τον ποιμένα. Εκλήθησαν δε ταύτα τα χωρία, ένεκα των ποιμένων, οίτινες προ τριών περίπου εκατονταετηρίδων υπό Οθωμανών μετωκίσθηκαν κατά την περιοχήν της Ρυνδακίας και Απολλωνιάτιδος χώρας. Ούτοι έβοσκον ποίμνια Οθωμανού τινός Βέη, διότι μέχρι σήμερον καλούσι το μέρος τούτο "Τζοβάν κηρί. Την δ' εκ Πελοποννήσου αποίκησιν μαρτυρούσιν, ου μόνον οι πρεσβύτεροι την ηλικίαν πιστικοί, αλλά και τα ήθη και η διάλεκτος της γλώσσης αυτών. Προϊόντος δε του καιρού πληθυνθέντες συνέστησαν χωρία φόρου υποτελή όντα τω Μητροπολίτη Νικομηδείας, ου και αντιπρόσωπος, ως είρητοι, εδρεύει εν τη Απολλωνιάδι. Οι κάτοικοι των εξής χωρίων είναι ποιμένες του ανατολικού δόγματος».