Τετάρτη 31 Μαΐου 2017


Στο Ναστραντίν Χότζα είχαμε αναφερθεί και παλαιότερα (Ο Ναστραντίν Χότζας και τα παραμύθια από τη Μ. Ασία που έχουμε ακούσει όλοι). Ο Ναστραντίν Χότζας είναι γνωστός στο Κωνσταντινάτο σαν ένας κουτοπόνηρος ήρωας διασκεδαστικών λαϊκών παραμυθιών τα οποία έφεραν οι πρόγονοί μας από τη Μικρά Ασία. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε τις πιο γνωστές ιστορίες του Ναστραντίν Χότζα στο Κωνσταντινάτο.

Το ξύλο των καμηλιέρηδων
Μια μέρα ο Ναστραντίν Χότζας είχε ανέβει στην κορυφή ενός δέντρου κρατώντας ένα τσεκούρι και άρχισε να κόβει τον κορμό. Καθώς έκοβε, πέρασε ένας άνθρωπος και του λέει:
- Έι ΝαστραντίνΧότζα , τι κάνεις εκεί;
- Κόβω ξύλα.
- Καλά, κόβεις το ξύλο που πατάς; Θα πέσεις.
- Α όχι, δε θα πέσω.

Ο άνθρωπος έφυγε κι ο Ναστραντίν Χότζας συνέχισε το ξύλο. Και ξαφνικά έπεσε στο χώμα μαζί με το ξύλο! Κατευθείαν έτρεξε να προφτάσει τον άνθρωπο που πριν λίγο είχε δει. Μόλις τον έφτασε του λέει:
- Ει, ει, γύρνα πίσω.
- Τι συμβαίνει;
- Εσύ εφόσον ήξερες ότι θα πέσω, ξέρεις και πότε θα πεθάνω!
- Τι είναι αυτά που λες, άνθρωπέ μου; Αυτό που είπα ήταν το λογικό. Δεν χρειαζόταν να το μαντέψω.
- Όχι, αποκλείεται! Ξέρεις, πες μου! 
- Εντάξει τότε. Αφού επιμένεις, θα σου πω. Πήγαινε φόρτωσε το γάιδαρο με βρεγμένη άμμο από το ποτάμι και πήγαινε το γάιδαρο να ανέβει το βουνό. Όσες φορές κλάσει ο γάιδαρος, σε τόσες μέρες θα πεθάνεις.
- Εντάξει.

Και ο Ναστραντίν Χότζας πήγε και φόρτωσε το γάιδαρο με άμμο και από εκεί και πάνω όσες φορές ο γάιδαρος έκλανε αυτός τις μετρούσε. Ο γάιδαρος έκλασε  σαράντα φορές. Κι αυτός μέχρι να περάσουν οι σαράντα μέρες έκανε προετοιμασίες. Έσκαψε τον τάφο του κι όταν πλησίαζαν οι μέρες, πήγε και ξάπλωσε στον τάφο και περίμενε να πεθάνει. Το βράδυ μόλις σουρούπωσε, άκουσε κάτι θορύβους που προέρχονταν από κάρα με καμήλες, τα οποία περνούσαν κάτω από το νεκροταφείο και κουβαλούσαν υαλικά και στάμνες. Ο Ναστραντίν ξεπρόβαλε για να δει τι γίνεται και βγαίνοντας τρόμαξε τις καμήλες. Οι καμήλες πανικοβλήθηκαν κι άρχισαν να χοροπηδάνε προς τα κάτω και σπάσανε όλο το φορτίο. Τότε, τον έπιασαν οι καμηλιέρηδες και τον ξυλοκόπησαν. Μετά από αυτό ο Νασρταντίν Χότζας πήγε στο χωριό του. Μόλις τον είδαν οι χωριανοί άρχισαν να τον ρωτάνε:
- Καλά Ναστραντίν, εσύ δεν πέθανες; Για πες μας, τι έχει στον άλλο κόσμο;
- Αφήστε τα, παιδιά. Στον άλλο κόσμο δίνουν πολύ ξύλο!

Η τεμπελιά του Ναστραντίν
Ο Ναστραντίν Χότζας ήταν γνωστός, πέρα από την κουτοπονηριά, και για την τεμπελιά του. Έτσι, μια μέρα που βαριόταν πολύ να πάει και να ταΐσει το γάιδαρό του, λέει στη γυναίκα του:
- Γυναίκα, πήγαινε να ταΐσεις εσύ το γάιδαρο.
- Όχι, δεν πάω. Κι εγώ βαριέμαι.

Για να αποφασίσουν, λοιπόν, ποιος θα πάει να ταΐσει το γάιδαρο συμφώνησαν ότι θα πάει όποιος μιλήσει πρώτος. Φεύγει, λοιπόν, η γυναίκα του Ναστραντίν από το σπίτι για μια δουλειά κι εκείνος μένει μόνος στο σπίτι. Κάποια στιγμή τον πλησιάζει η υπηρέτρια κρατώντας μια κατσαρόλα με τραχανά κι επειδή τον είδε χωρίς το καπέλο του άρχισε να τον ρωτάει πού είναι το καπέλο. Εκείνος για να μη μιλήσει, αφού αυτό ήταν το στοίχημα που είχε βάλει με τη γυναίκα του, προσπαθούσε να της εξηγήσει 
με νοήματα πού είναι το καπέλο του. Για κακή του τύχη, όμως, η υπηρέτρια δεν καταλάβαινε, μπερδεύτηκε και του έριξε τον τραχανά επάνω στο κεφάλι του. Και πάλι όμως ο Ναστραντίν δεν έβγαλε μιλιά! Μετά από λίγο μπαίνει στο σπίτι η γυναίκα του και βλέποντάς τον σε κακό χάλι, αναφώνησε: 
- Αμάν Ναστραντίν Χότζα! Τι έπαθες!
Και τότε πια μίλησε κι ο Ναστραντίν Χότζας:
- Εμπρός, γυναίκα! Πήγαινε εσύ τώρα να ταΐσεις το γάιδαρο.

Ο Ναστραντίν κι ο γάιδαρος
Μια φορά ο Ναστραντίν Χότζας αγόρασε ένα γαϊδουράκι και είπε:
- Αυτό το γαϊδουράκι θα το μάθω να μην τρώει. Θα το κλείσω μέσα και δε θα του δίνω φαΐ. Να δούμε: θα ζήσει ή όχι;

Έτσι, το ίδιο βράδυ δεν του έδωσε να φάει. Την άλλη μέρα δεν του έδωσε να φάει. Το άλλο βράδυ δεν του έδωσε. 
- Α, μάλιστα. Ζει τελικά και χωρίς φαΐ. Το έμαθα το γαϊδουράκι μου να μην τρώει.

Τέσσερις μέρες δεν το τάιζε το γαϊδουράκι. Την πέμπτη μέρα το βρήκε ψόφιο.
- Α, κρίμα! Μόλις συνήθισε να μην τρώει, ψόφησε! Τι θα κάνω τώρα;

Ο Ναστραντίν κοροϊδεύει τους συγχωριανούς του
Ένα πρωί ο Ναστραντίν Χότζας πήγε στο καφενείο στην πλατεία του χωριού δείχνοντας ότι είχε μεγάλη στεναχώρια. Οι συγχωριανοί του που ήταν εκεί άρχισαν να τον ρωτάνε:
- Τι έπαθες βρε Ναστραντίν Χότζα; Γιατί είσαι έτσι;
- Αφήστε τα, παιδιά. Πέθανε η μάνα μου και δεν έχω λεφτά για να τη θάψω.
- Μη στεναχωριέσαι. Θα σου δώσουμε εμείς τα λεφτά για να τη θάψεις.

Κατευθείαν οι συγχωριανοί του μάζεψαν χρήματα και του τα έδωσαν. Εκείνος, όταν έφτασε στο σπίτι, είπε στη μάνα του:
- Μάνα, βάλε τα καλά σου ρούχα και πήγαινε στην πλατεία για να σε δούνε όλοι και να πάρεις νερό με τη στάμνα από τη βρύση. 

Έτσι, η μάνα του Ναστραντίν Χότζα έβαλε τα «καλά» της και πήγε στην πλατεία να πάρει νερό. Μόλις την είδαν οι συγχωριανοί θύμωσαν, αφού κατάλαβαν ότι ο Ναστραντίν Χότζας τους κορόιδεψε για να τους πάρει χρήματα.

*Αν γνωρίζετε και άλλες ιστορίες του Ναστραντίν Χότζα που να είναι γνωστές στο Κωνσταντινάτο, μπορείτε να μας τις στείλετε μέσω email ώστε να τις αναρτήσουμε.

Επιμέλεια: Γιάννα Τάνσαρλη

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017


Μεγάλη γιορτή του δωδεκαημέρου ήταν και τα Θεοφάνεια. Αυτή τη μέρα φωτίζονται και αγιάζονται τα νερά και οι άνθρωποι. Θεωρούσαν ότι αυτήν τη μέρα εξαφανίζονται και οι «καλικάντζαροι». 

Η παραμονή ξεκινούσε πάλι με τα κάλαντα μικρών και μεγάλων. Ο παπάς ξεκινούσε από το πρωί με τον αγιασμό για να προλάβει να περάσει και να φωτίσει κάθε σπίτι του χωριού. Οι νοικοκυρές έριχναν κέρματα μέσα στο «μπακρούδι» (=μεταλλικό κουβαδάκι) με τον αγιασμό. Το βράδυ μαζευόταν όλη η οικογένεια για φαγητό. Το τραπέζι ήταν λιτό και «άλαδο». Ο πατέρας μοίραζε τα χριστόψωμα που είχαν περισσέψει από τα Χριστούγεννα. 

Το πρωί των Φώτων, μετά τη Θεία Λειτουργία, όλοι πήγαιναν στο κοντινό ποτάμι (την Μπέλιτσα), όπου έριχνε ο πάπας τον σταυρό. Νέοι του χωριού έπεφταν στα παγωμένα νερά για να τον πιάσουν. Μετά όλοι μαζί και κρατώντας τον σταυρό (αυτός που τον έπιασε) περνούσαν από κάθε σπίτι ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη…», για να ασπαστούν τον σταυρό οι κάτοικοι και να τους δώσουν φιλοδώρημα. Με τα λεφτά αυτά όλοι μαζί το βράδυ έστηναν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Οι κάτοικοι έπαιρναν αγιασμό από την εκκλησία και με αυτόν ράντιζαν τα σπίτια τους, τα χωράφια τους, τους στάβλους, τις αποθήκες.

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016


Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς αρχίζει πάλι με τα κάλαντα των παιδιών το πρωί και των μεγάλων το  βράδυ. Αυτήν την ημέρα συνήθιζαν να ρίχνουν στάχτη γύρω από τα σπίτια τους για να μη μαζεύονται τα μυρμήγκια την άνοιξη. Τέτοια μέρα πήγαινε η νονά το δώρο στο βαφτιστικό της, το «δινιξίμι» όπως το έλεγαν. Μαζί με το δώρο έβαζε πορτοκάλια, καρύδια, κουλουράκια και άλλα. Οι νοικοκυρές από νωρίς ετοίμαζαν τα φαγητά και την βασιλόπιτα. Η βασιλόπιτα δεν ήταν όπως η σημερινή. Την έφτιαχναν συνήθως με τυρί και με φύλλα ψημένα στο «σιάτσι» που τα είχαν έτοιμα από πολύ πριν. Μέσα, εκτός από το κέρμα, έβαζαν σιτάρι, κριθάρι, φασόλι, ένα ξυλάκι από κληματαριά, μια κοτσάλα (=κοτσάνι άχυρου με ρόζο), που το έπαιρναν από το αχούρι (=στάβλο). 

Το βράδυ καθόταν όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι κι αφού το θυμιάτιζαν, έτρωγαν όλοι μαζί. Μετά το φαγητό ο πατέρας ή ο πάππους, αν υπήρχε, έπαιρνε μπροστά του τη βασιλόπιτα, τη γύριζε τρεις φορές και αφού την σταύρωνε με το μαχαίρι, την έκοβε σε κομμάτια, ονομάζοντάς τα. Το πρώτο για τον Χριστό, το δεύτερο για την Παναγία, για τον Άγιο Βασίλη, για το σπίτι, τα «χαϊβάνια» (=ζωντανά), τα χωράφια και μετά για τα μελή της οικογένειας κατά σειρά ηλικίας. 

Το τραπέζι  της παραμονής  ήταν πλουσιοπάροχο. Εκτός από τα φαγητά, δεν έλειπαν τα φρούτα και οι ξηροί καρποί. Έβαζαν επάνω και ένα πιάτο με σιτάρι απ’ το οποίο έριχναν λίγο το πρωί στο εικονοστάσι για καλή υγεία. Το τραπέζι αυτής της νύχτας έμενε στρωμένο, με το κομμάτι του Άη-Βασίλη, για να έρθει ο Άγιος να φάει και να το ευλογήσει. Για να δουν την τύχη τους πάλι, αλλά και να διασκεδάσουν τα παιδιά, έβαζε ο πατέρας μέσα στο καπέλο του καρύδια και κουνώντας τα περνούσε απ’ τον καθένα και τα μοίραζε. Θεωρούσαν ότι όποιου το καρύδι ήταν γερό και γεμάτο θα ήταν τυχερός τη νέα χρόνια. Κατέβαινε επίσης στο στάβλο κι έκρυβε καρύδια  στο «σάλμα» (=άχυρα), μέσα στο «μπαχνί» (=μέρος που τρώνε τα ζώα). Όποιος ξυπνούσε πρώτος το πρωί, πήγαινε να τα πάρει. Αν τα έβρισκε και ήταν γερά θα του πήγαινε καλά η χρόνια. Συνήθως δεν τα έβρισκαν γιατί τα έτρωγαν τα ζώα. 

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς ήταν αφιερωμένο στα «κουρτσούδια» (=κοριτσάκια). Μετά  τη Θεία Λειτουργία, ξεκινούσαν για το «ποδαρικό» σε φιλικά και συγγενικά σπίτια. Τα αγοράκια δεν τα άφηναν οι μάνες να πάνε σε αλλά σπίτια αυτό το πρωινό. Προτιμούσαν να πηγαίνουν τα κορίτσια για να φέρουν γούρι στο σπίτι, να γεννούν και να πολλαπλασιάζονται τα αγαθά, όπως τα θηλυκά. Το πρώτο κορίτσι που θα πήγαινε σε  κάποιο σπίτι το έβαζε η νοικοκυρά να καθίσει μπροστά στο τζάκι ή στη σόμπα, πάνω σε ένα «φκάλι» (= σκούπα) για πλούσια αγαθά, όσα τα ξυλάκια της σκούπας. Το κοριτσάκι, κρατώντας τη μασιά και ανακατεύοντας σταυρωτά τα κάρβουνα, επαναλάμβανε διάφορες ευχές για καλά χωράφια, καλά «μοσχαρούδια», καλά «σταρούδια», για γερά «πιδούδια» (=αγοράκια), καλά «κουρτσούδια», καλές κλώσσες και «πλούδια» (=πουλάκια), για πολλά μπερεκέτια κι όποια άλλη ευχή ήθελε η νοικοκυρά. Μετά του έδινε ένα πιάτο με κοτόπουλο και πλιγούρι, το φαγητό της μέρας αυτής, και πήγαιναν στο «κμασι» (=κοτέτσι). Εκεί, ενώ έτρωγε τον «κούπανο» (=μπούτι κοτόπουλου), έριχνε το πλιγούρι στις κότες να φάνε, να γίνουν πολλές, όσες τα σπυριά του πλιγουριού. Στα παιδιά αυτά έδιναν φυσικά και το καλύτερο «μπαξίσι» (=δώρο).

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016



Οι ετοιμασίες στο Κωνσταντινάτο για τις γιορτές των Χριστουγέννων άρχιζαν από πολύ νωρίς. Οι γυναίκες φρόντιζαν να είχαν το σπίτι καθαροί ρούχα πλυμένα και στεγνωμένα. Οι άντρες έπρεπε να είχαν τελειώσει με τις δουλειές στα χωράφια, να είχαν αλέσει το σιτάρι. Ετοίμαζαν άφθονα ξύλα για τη σόμπα η το τζάκι γιατί έπρεπε να καίει μέρα νύχτα όλες τις μέρες των γιορτών. Κι όλα αυτά για των φόβο των καλικάντζαρων.

Την παραμονή των Χριστουγέννων όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Κάθε σπίτι έτρεφε κι από ένα γουρούνι (γρουνι), το οποίο το έσφαζαν την παραμονή. Οι νοικοκυρές χαράματα ξεκινούσαν τα ζυμώματα για να ετοιμάσουν το ψωμί των ημερών, τα χριστόψωμα και τα χαρακτηριστικά «τσρακούδια». Το χριστόψωμο το έφτιαχναν από το ζυμάρι για το ψωμί. Το άπλωναν στο ταψί με τα δάχτυλα και σχημάτιζαν επάνω με κομμάτια ζύμης ένα αλέτρι με τον ζυγό. Δεξιά κι αριστερά σχημάτιζαν τα γράμματα του Ιησού Χριστού και γύρω-γύρω έβαζαν μικρά ψωμάκια τα οποία, την ημέρα των Χριστουγέννων, τα τάιζαν στα ζώα τους. Τα τσρακούδια ήταν και είναι γιορτινά ψωμάκια κι αυτά από το ίδιο ζυμάρι. Τα έπλαθαν με λάδι, μαυροπίπερο και κανέλα σε σχήμα σαλιγκαριού. Τα άλειφαν με αυγό και τα πασπάλιζαν με σουσάμι. Είχαν πρώτη θέση σε όλες τις μεγάλες γιορτές. Ήταν επίσης και τα ψωμάκια των μνημόσυνων. Ετοίμαζαν και μια γλυκιά πίτα, την «μιλίνα». Από νωρίς επίσης ετοίμαζαν τον πατσά (από το κεφάλι του γουρουνιού) και την τηγάνια (από τα εντόσθια). Τα φαγητά αυτά τα έτρωγαν το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία. 

Πρωί-πρωί έβγαιναν και τα παιδιά (μόνο τα αγόρια), για να ψάλλουν τα κάλαντα στα σπίτια του χωρίου. Οι νοικοκυρές με χαρά τα υποδέχονταν και τα έδιναν φιλοδωρήματα όπως φρούτα, ξηρούς καρπούς αλλά και «παράδες» (=χρήματα) . Τα κάλαντα όμως δεν τα έψαλλαν μόνο τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι. Με το που νύχτωνε, ξεκινούσαν παρέες-παρέες, γυρνώντας στης γειτονιές του χωρίου. Οι κάτοικοι τους περίμεναν κι άνοιγαν τα σπίτια τους. Τους έδιναν ότι είχε η σοδιά τους. Σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, ακόμα και κομμάτια από το φρεσκοσφαγμένο γουρούνι. Τα κομμάτια από το κρέας  τα κάρφωναν σε ένα ξύλινο σουβλί που είχαν μαζί τους γι αυτό το λόγο. 

Το βράδυ της παραμονής καθόταν όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι του Χριστού με τα νηστίσιμα φαγητά. Αφού θυμιάτιζε η νοικοκυρά το τραπέζι, ο πατέρας έκοβε τα χριστόψωμα και τα μοίραζε. Αυτά που περίσσευαν τα κρατούσαν για την παραμονή των φώτων. Τα φαγητά της ημέρας των Χριστουγέννων γινόταν από το χοιρινό, μαγειρεμένο με διαφόρους τρόπους. 

Όπως σε όλες τις γιορτές έτσι και τα Χριστούγεννα, όταν νύχτωνε ξεκινούσαν οι «βίζιτες», δηλαδή επισκέψεις σε σπίτια που γιόρταζαν, για να ευχηθούν. Εκεί φυσικά τους περίμεναν τραπέζια στρωμένα με κάθε λογής μεζέδες, ούζο και κρασί.

Η δεύτερη μέρα ήταν αφιερωμένη στην τακτοποίηση των κρεάτων από τα γουρούνια. Η μέρα ξεκινούσε στις αυλές των σπιτιών. Εκεί, σε μεγάλα καζάνια τσιγάριζαν τα λίπη και τα κρέατα. Από τα λίπη έκαναν λίγο «παστό». Από τα υπόλοιπα λίπη έβγαζαν τη «λίγδα» και τις «τσιγαρίδες» κι από τα κρέατα έφτιαχναν τον «καβουρμά». Αυτά τα έβαζαν μέσα σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τις «βατίνες» και τα διατηρούσαν όλο το χρόνο. Αντί για λάδι χρησιμοποιούσαν τη λίγδα κι αντί για κρέας τις τσιγαρίδες και τον καβουρμά.

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Καντνάδες
Ένα έθιμο που το συναντάμε μόνο στα πιστικοχώρια είναι οι «καντνάδες». Είχε σχέση με την ποιμενική ζωή των κατοίκων και γινόταν την παραμονή του Αγίου Δημήτριου. Αυτή τη μέρα έληγε η σύμβαση της μίσθωσης των βοσκών. Την επομένη μέρα συμφωνούσαν για τη νέα μίσθωση και το γεγονός αυτό το γιόρταζαν όλοι μαζί, βοσκοί και υπόλοιποι κάτοικοι. 

Οι κάτοικοι του Κωνσταντινάτου απόκτησαν και στην καινούργια τους πατρίδα κοπάδια με πρόβατα και είχαν στη δούλεψη τους βοσκούς. Διατηρήσαν την αλλαγή μίσθωσης να την κάνουν του Αγίου Δημήτριου, οπότε συνέχισαν και το έθιμο. Μαζεύονταν οι βοσκοί με τους νέους του χωριού και έντυναν δυο άντρες, έναν «καντνά» (άντρα) και έναν «καντνίνα» (γυναίκα). Έβαφαν μαύρα τα πρόσωπα τους για να μη τους αναγνωρίζουν. Η γυναίκα φορούσε νυφικό με πέπλο και ο άντρας έβαζε προβιές και παλιά ρούχα. Γύρω-γύρω στη μέση του κρεμούσε κουδούνες, μικρές και μεγάλες, απ’ αυτές που κρεμούσαν στα πρόβατα. Μετά όλοι μαζί γυρνούσαν στους δρόμους του χωριού με φωνές και κουδουνίσματα. Οι καντνάδες έσερναν μαζί και ένα κάρο, πάνω στο οποίο φόρτωναν τα δώρα που τους έδιναν οι κάτοικοι. Τα δώρα εκτός από τα κεράσματα (πίτες και γλυκά), ήταν σιτάρι, κριθάρι, πλιγούρι και άλλα. Συνήθως ζητούσαν οι ίδιοι αυτά που ήθελαν, ξέροντας την παραγωγή του κάθε νοικοκύρη. Οι φωνές τους ξεσήκωναν όλο το χωριό. Σε κάθε τι που φώναζαν έβαζαν την κατάληξη «νταν» (π.χ. «ωχ! αμάν λουκουμάν νταν! (λουκούμια), καντνίνα σουρούπ νταν! (σιροπιαστά γλυκά), πλιγουρούδια νταν!(πλιγούρι), τραχανούδια νταν!,   κριθαρουδια νταν!» κ.ο.κ.). Όλα αυτά τα πουλούσαν, και με τα χρήματα αυτά την άλλη μέρα έστηναν γλέντι στην πλατεία του χωριού.

Κιρφινές
Το βράδυ της γιορτής του Αγίου Δημήτριου μαζεύονταν οι κοπέλες του χωριού σε ένα σπίτι και διασκέδαζαν μόνες τους. Ετοίμαζαν πίτες και γλυκά, χόρευαν και τραγουδούσαν. Έκαναν το έθιμο του «κιρφινέ». Και φυσικά, έξω από το συγκεκριμένο σπίτι, μαζευόταν τα παλληκάρια.

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Το Σεπτέμβρη τον έλεγαν τρυγητή. Το Σεπτέμβρη στο Κωνσταντινάτο έπιαναν το καινούργιο προζύμι με το λουλούδι του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου.

Για τις γιορτές του Δεκέμβρη έλεγαν για το κρύο «Αη Βάρβαρα βαρβαρώνει, Αη Σάββας σαβανώνει κι Αη Νικόλας παραχώνει».

Μετά του Αγίου Σπυρίδωνος (12 Δεκεμβρίου) έλεγαν «σπυρί-σπυρί μεγαλώνει η μέρα».

Του Αγίου Συμεών πίστευαν ότι οι έγκυες γυναίκες δεν έπρεπε να κάνουν καμιά δουλειά, γιατί αν το μελετούσαν κι έπιαναν κάποιο σημείο του σώματος τους, το μωρό θα είχε σημάδι στο συγκεκριμένο σημείο.

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)



Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016



Οι φωτιές του Ιουνίου
Την  24η  Ιουνίου, στη γιορτή του Ιωάννη του Προδρόμου, μαζεύονταν οι νέοι και άναβαν φωτιές στις γειτονιές και πηδούσαν από πάνω. Έλεγαν μάλιστα ότι όποια κοπέλα καταφέρει να περάσει πηδώντας πάνω από τη φωτιά, εκείνον τον χρόνο θα παντρευόταν. Στις φωτιές αυτές έκαιγαν και τα στεφάνια της πρωτομαγιάς. Οι φωτιές είχαν σκοπό τον καθαρισμό και την προφύλαξη από κάθε κακό και αρρώστια. Στη γιορτή του Ιωάννη Πρόδρομου δεν έκοβαν τα καρπούζια από το κοτσάνι, γιατί αυτό παρέπεμπε στον αποκεφαλισμό του Ιωάννη Προδρόμου. Τον  Ιούνιο τον έλεγαν επίσης και «θεριστή» και τον Ιούλιο «αλωνάρη», καθώς τους συγκεκριμένους μήνες έκαναν τις αντίστοιχες δουλειές στα χωράφια που καλλιεργούσαν σιτάρι.

Το έθιμο της «πιρπιρίτσας»
Τα καλοκαίρια όταν είχε ανομβρία και τα σπαρτά χρειάζονταν βροχή, περά από τις λιτανείες που έκαναν για να βρέξει, έκαναν και το έθιμο της «πιρπιρίτσας». Μαζεύονταν κοπέλες του χωριού και έντυναν ένα κορίτσι «πιρπιρίτσα». Έβαζαν στο κεφάλι της ένα λουλουδένιο στεφάνι που το έφτιαχναν με κλαδιά («βίτσες»). Γύρω από το στεφάνι κρεμούσαν μακριά κλαδιά από «βούζια» (= θάμνος με μαύρους καρπούς, που μυρίζει άσχημα) και γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας. Οι νοικοκυρές έβγαιναν από τα σπίτια και με μια κανάτα νερό έβρεχαν την «πιρπιρίτσα». «Πιρπιρίτσα περιπατεί, το Θεό παρακαλεί, για να βρέξει μια βροχή, μια βροχή καλοκαιρνή, για να γίνουν τα στάρια, τα στάρια και τα κριθάρια».

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016


Ο Μάης είναι ο μήνας που η φύση οργιάζει. Τα λουλούδια έχουν την τιμητική τους και τα πουλιά έχουν ήδη επιστρέψει. Οι κοπέλες από τα χαράματα έβγαιναν στον κάμπο για να μαζέψουν αγριολούλουδα και στάχια για να κάνουν τα μαγιάτικα στεφάνια. Τα στεφάνια αυτά τα κρεμούσαν στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Τα κρατούσαν μέχρι τη γιορτή του Ιωάννη του Προδρόμου, τον Ιούνιο. Τότε το έκαιγαν στις φωτιές που άναβαν την ημέρα εκείνη στις γειτονιές.

Οι κάτοικοι παρέες-παρέες πήγαιναν έξω στη φύση σε όμορφες περιοχές, και γιόρταζαν με φαγητά, χορούς και τραγούδια.
Στις κοπέλες που ήταν σε ηλικία γάμου εύχονταν «άντε, και με ένα ταίρι». Τα παιδιά τραγουδούσαν: «Πρωτομαγιά τα λούλουδα γιορτάζουν και τα πουλιά τα ταίρια τους φωνάζουν. Τραγουδούν τον Μάη-Μάη γύρω στα κλαδιά, Μάη χρυσομάη, Μάη με δροσιές. Παιδάκια περπατούν, χέρι με χέρι και λούλουδα πρωτομαγιάς κρατούν στο χέρι».

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Με το που έμπαινε η μεγάλη Σαρακοστή, στα χείλη όλων των γυναικών κυρίως, ήταν «το τραγούδι του Χριστού». Το τραγουδούσαν είτε μόνες τους κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, είτε ομαδικά στα χωράφια στις αγροτικές εργασίες της εποχής. Η κορύφωση ήταν το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Παρασκευής, που η πλειοψηφία των γυναικών ξενυχτούσε τον Εσταυρωμένο και παραστέκονταν τον Επιτάφιο, τραγουδώντας αδιαλείπτως το συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο από στόμα σε στόμα πέρασε στις νεότερες γενιές και έφτασε μέχρι και τις μέρες μας. Το «τραγούδι του Χριστού» ήταν το παρακάτω:

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λιπιόνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άτιμοι Οβραίοι,
οι άτιμοι και τα σκυλιά και οι τρεις καταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Παντοβασιλέα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της.
Φωνή τής ήρθε εξ’ ουρανού και απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Φτάνουν Κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες.
Το γιο σου τον επιάσανε οι άτιμοι Οβραίοι,
οι άτιμοι και τα σκυλιά και οι τρεις καταραμένοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και εις του Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυρρανάνε».
Και η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγόθει.
Στάμνες νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
Τέσσερα μυροδόσταμνα ώσπου να συνεφέρει.
Σαν πείρε και συνέφερε, αυτό το λόγο λέει:
«Τώρα θα διω τους φίλους μου, θα διω και τους εχθρούς μου.
Όποιοι λυπούνται το Χριστό, να τρέξουνε μαζί μου».
Η Μάρθα και η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή και οι τέσσερις αντάμα.
Παίρνουν το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τις έβγαλε στου τσίγγανου την πόρτα.
 -«Καλημέρα σου μάστορα, τι είναι αυτό που κάνεις»;
 -«Εβραίοι με παραγγείλανε τρία καρφιά να κάνω,
μα εγώ για το χατίρι τους, βαρώ και κάνω πέντε.
Ρε Φαραγέ που τα ‘κανες, πρέπει να μας διδάξεις.
Βάλτε τα δυο στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια
και το πέμπτο τα φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγοθεί η καρδιά του».
Και η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγόθει.
Στάμνες νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
τέσσερα μυροδόσταμνα ώσπου να συνεφέρει.
Σαν πείρε και συνέφερε, αυτό το λόγο λέει:
«Άντε βρε παλιοτσίγγανε, ψωμί να μην χορτάσεις
και στάχτη στη γωνίτσα σου ποτέ να μην μπουτάξεις».
Παίρνουν το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τις έβγαλε εις του ληστού την πόρτα.
«Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου».
Και η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα, τον Άι Γιάννη γνωρίζει.
Τον Άι Γιάννη γνώρισε, τον Άι Γιάννη ρωτάει:
-«Αφέντη Άι Γιάννη μου, που βάπτισες το γιο μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλό σου»;
-«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο να σου Τον εδείξω».
-«Σου δίνω στόμα να μου πεις, γλώσσα να μου μιλήσεις,
σε δίνω χεροπάλαμο για να μου Τον εδείξεις».
-«Τον βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και ο διδάσκαλός μου».
Και η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγόθει.
Στάμνες νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο.
Τέσσερα νεροδόσταμνα, ώσπου να συνεφέρει.
Σαν πείρε και συνέφερε, κοντά του πλησιάζει.
-«Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου».
-«Τι να σου πω μανούλα μου που διαφορό δεν έχω».
Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει.
Ζητάει αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
  -«Μάνα μ’ κι αν πέσεις στο γκρεμό, γκρεμιέται όλος ο κόσμος,
μάνα μ’ κι αν κόψεις τα μαλλιά, τα κόβει όλος ο κόσμος,
μάνα μ’ κι αν πέσεις στη φωτιά, καίγεται όλος ο κόσμος.
Λάβε κυρά μου υπομονή, λάβε κυρά μου ανάσα».
-«Μα πώς να λάβω υπομονή, μα πώς να λάβω ανάσα,
έναν υγιό μονογενή κι Εκείνος σταυρωμένος».
-«Πάνε μάνα μου στο σπίτι μας, πάνε στο αρχοντικό μας.
Βάλε κρασί στο μαστραπά και αφράτο παξιμάδι
και κάτσε και μακάρισε να βρει όλος ο κόσμος.
Να το βρουν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Να το βρουν και οι νιόπαντρες, με τους καλούς τους άντρες.
Μάνα μ’ το Μέγα Σάββατο, κοντά το μεσονύχτι,
όταν λαλήσουν πετεινοί, σημαίνουν οι καμπάνες,
σημαίνει η γης και ο Θεός, σημαίνουν τα ουράνια,
σημαίνει κι Αγιά Σοφιά, με τρεις χρυσές καμπάνες.
Τότε και συ μανούλα μου, να ‘χεις χαρές μεγάλες.
Όποιος το λέει σώζεται και όποιος τ’ ακούει αγιάζει
και όποιος το καλοαφκρίζεται, Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».

Πηγή: Οι Κωνσταντινάτοι, το Κωνσταντινάτο και ο Ιερός Ναός του Αγίου Παντελεήμονα, Ιωάννης Αθ. Γκόγκος, 2014

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Οι ετοιμασίες για το Πάσχα ξεκινούσαν καιρό πριν στο Κωνσταντινάτο. Οι νοικοκυρές έπρεπε να είχαν τελειώσει με τις δουλειές του σπιτιού (ασβεστώματα, καθαρίσματα, κλπ) πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αφιερωμένη στα Πάθη του χριστού. Όλοι παρακολουθούσαν τις Ακολουθίες στην εκκλησία. Από την Κυριακή των Βαΐων στην εκκλησία κρεμούσαν μαύρες κορδέλες κι ο παπάς ήταν κι αυτός ντυμένος στα μαύρα. Αλλά και οι γυναίκες φορούσαν μαύρα όλη την Εβδομάδα συμμετέχοντας, έτσι, στο πένθος. Ακόμα και οι άντρες έμεναν αξύριστοι και στα καφενεία δεν έπαιζαν χαρτιά από τη Μ. Πέμπτη μέχρι την Ανάσταση. Κρεμούσαν τον «φάντη», χαρτί της τράπουλας που συμβόλιζε τον Ιούδα.

Τη Μεγάλη Πέμπτη τα χαράματα οι νοικοκυρές ξεκινούσαν το βάψιμο των αυγών. Πριν αρχίσουν το βάψιμο, κρεμούσαν στην πόρτα ένα κόκκινο πανί το όποιο συμβόλιζε το αίμα του Χριστού και άναβαν φωτιές ώστε με τον καπνό να βοηθήσουν τον Χριστό να «κρυφτεί» από αυτούς που τον καταδίωκαν. Τη βαφή την κρατούσαν για εφτά συνεχόμενες Πέμπτες κι έβαφαν αυγά. Το βράδυ στην εκκλησία το κλίμα ήταν κατανυκτικό. Συνήθιζαν να κρεμούν στεφάνια με λουλούδια και πετσέτες στον Εσταυρωμένο. 

Από την ώρα της Αποκαθήλωσης μέχρι και την ώρα που αρχίζει η ακολουθία του Επιτάφιου η καμπάνα χτυπά πένθιμα. Οι κάτοικοι, κυρίως γυναίκες, έμεναν στην εκκλησία όλη νύχτα για να ξενυχτίσουν τον Χριστό τραγουδώντας το μοιρολόι της Παναγιάς. Το μοιρολόι της Παναγιάς το τραγουδούσαν οι γυναίκες καθ’ όλη τη Μ. Εβδομάδα στα σπίτια τους, ό, τι δουλειά κι αν έκαναν. Πριν ακόμα χαράξει, οι κοπέλες με τα πανέρια έβγαιναν για να μαζέψουν λουλούδια απ’ τις αυλές των σπιτιών. Μετά ξεκινούσαν το στόλισμα του Επιταφίου. Η εκκλησία έμενε ανοιχτή όλη τη μέρα. Ο κόσμος μπαινο-έβγαινε για να χαιρετίσει τον Επιτάφιο. Είχαν τη συνήθεια να περνούν κάτω από τον Επιτάφιο «αρκουδίζοντας», τρεις φορές οι μικροί αλλά και οι μεγάλοι για καλή υγεία. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής γινόταν η περιφορά του Επιταφίου σε όλους τους δρόμους του χωριού.

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου πήγαιναν στα μνήματα μικροί και μεγάλοι. Εκεί ο παπάς διάβαζε τρισάγιο σε κάθε μνήμα ξεχωριστά. Οι γυναίκες είχαν μαζί τους κόκκινα αυγά, κουλουράκια, ξηρούς καρπούς, καραμέλες και άλλα, τα οποία τα μοίραζαν στα παιδιά αλλά και μεταξύ τους. Τέτοια μέρα πήγαινε η νονά τη λαμπάδα στο βαφτιστικό της (το «δινιξίμι»). Συνήθως έστελναν τα παιδιά στη νονά. Στο πανέρι μαζί με τη λαμπάδα έβαζαν κόκκινα αυγά, κουλούρια, καραμέλες, πορτοκάλια. Λαμπάδα έπαιρνε η νονά στο βαφτιστικό της μέχρι αυτό να παντρευτεί.

Στη λαμπάδα της Ανάστασης έκαιγαν τα παιδιά και οι κοπέλες τον «μάρτη» που φορούσαν. Με την λαμπάδα αναμμένη γυρνούσαν στο σπίτι για να ανάψουν την καντήλα με το Άγιο Φως. Την καντήλα προσπαθούσαν να την κρατήσουν αναμμένη με αυτό το φως για σαράντα ημέρες. Μετά την Ανάσταση κάθονταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι. Πρώτα έπρεπε να τσουγκρίσουν από ένα αυγό, να ευχηθούν Χριστός Ανέστη και να το φάνε. Το φαγητό αυτό το βράδυ ήταν η σούπα, για να μπορέσει το στομάχι να προσαρμοστεί πιο εύκολα μετά τη νηστεία. 

Το έθιμο της «δευτερ-Ανάστασης», ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα, αναβιώνει και σήμερα. Συγκεκριμένα, μετά την πρωινή Λειτουργία γίνεται περιφορά της Εικόνας της Αναστάσεως σε όλους τους δρόμους του χωριού και οι κάτοικοι που είναι στα σπίτια τους «ρίχνουν» στον αέρα με τα κυνηγετικά τους όπλα όταν περνάει από μπροστά τους η Εικόνα.

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016



Σάββατο του Λάζαρου
Το Σάββατο του Λάζαρου οι γειτονιές του Κωνσταντινάτου γέμιζαν με τις φωνές των παιδιών. Γυρνούσαν με τα καλαθάκια στα χέρια κι έψαλλαν τα κάλαντα του Λάζαρου από σπίτι σε σπίτι. Αυτήν τη μέρα οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά.

«Ήρθε Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθ’ η Κυριακή που τρων' τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθ’ η μάνα σου από την πόλη,
σου φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε, γράψε Δημήτρη,
γράψε λεμονιά και κυπαρίσσι. 
Οι κοτούλες σας αυγά γεννούνε,
οι φωλίτσες τους δεν τα χωρούνε.»


Κυριακή των Βαΐων
Κάλαντα όμως έψαλλαν και την άλλη μέρα, των Βαΐων, για να μαζέψουν αυγά και για τον δάσκαλο του χωριού.
«Βάγια-βάγια του βαγιώς, πέντε πίτες και ένα αυγό, να μη μας δείρει ο δάσκαλος κι έχουμε το κρίμα μας και την αμαρτία μας.»

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016



Ο ήλιος του Μαρτίου είναι πολύ δυνατός και για να μην «καούν» τα πρόσωπά τους, τα αγόρια και τα κορίτσια στο Κωνσταντινάτο φορούσαν τον «μάρτη». Ο «μάρτης» ήταν δυο κλωστές, μια κόκκινη και μια άσπρη, στριμμένες καλά και δεμένες σαν βραχιόλι. Οι μανάδες ετοίμαζαν αρκετούς από τα τέλη του Φλεβάρη και τους αστρόφεγγαν μερικά βράδια έξω πάνω σε μια τριανταφυλλιά (για να αποκτήσουν ρόδινο χρώμα σαν το τριαντάφυλλο). Την πρώτη του Μάρτη φορούσαν στα παιδιά τους τον «μάρτη». Το λιγότερο που έβαζαν ήταν δύο. Σαν βραχιόλι, σαν δαχτυλίδι ή στο λαιμό. Τον πρώτο τον έβγαζαν και τον πετούσαν, στο πρώτο χελιδόνι ή πελαργό που έβλεπαν λέγοντας «πάρε το κακό και φέρε μας το καλό». Τον δεύτερο τον κρατούσαν μέχρι το Πάσχα. Το βράδυ της Ανάστασης τον έβγαζαν και τον έκαιγαν στη λαμπάδα της νονάς.

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη (από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016


Το έθιμο αυτό γινόταν τις Απόκριες, την  Κυριακή της  Τυρινής, στην πλατεία του χωριού και την Καθαρά Δευτέρα στο αλώνι του χωριού. Μετά τον χορό της Συγχώρεσης, συγκεντρώνονταν οι γυναίκες και τα κορίτσια στην πλατεία και κρεμούσαν,  κούνιες στα δέντρα. Ήταν αποκλειστικά έθιμο των γυναικών. Ανέβαιναν  πάνω στη κούνια, μια-μια, με τη σειρά. Θεωρούσαν καλό να κουνηθούν γιατί θα έβγαζαν καλές κλώσες. Όποια ανέβαινε στην κούνια έπρεπε να τραγουδήσει, το τραγούδι «Γαρυφαλλιά μου πράσινη»:

«Γαρυφαλλιά μου πράσινη, πότε θα κοκκινίσεις, να κόψω δυο γαρίφαλα, να κάνω φουρκαλίτσα. Να φουρκαλώ τη θάλασσα, ν’ αράζουν τα καΐκια. Ένα καΐκι άραξε στου βασιλιά την πόρτα κι ο βασιλιάς δε ήταν εκεί, μόνο τρία κορίτσια. Το να κεντούσε ουρανό, το άλλο το φεγγάρι, το τρίτο το μικρότερο κεντούσε μαξιλάρι. Να κοιμηθεί ο βασιλιάς να τον επιάσει ζάλη».


Και συνέχιζε: «Ανοίξτε τα τσιγκέλια για να κατεβώ». Από κάτω φώναζαν: «Τσουβάλι-μουβάλι, κατέβα συ να κάτσει άλλη. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις την πιάνουμε και στην αγκαλιά την κατεβάζουμε».

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη 
(από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Οι Απόκριες για τους κατοίκους του Κωνσταντινάτου ήταν μέρες χαράς, προσφοράς και γλεντιού. Για τις νοικοκυρές οι Απόκριες ξεκινούσαν από την Τσικνοπέμπτη. Την ημέρα αυτή έσφαζαν κοτόπουλα. Όχι ένα αλλά πέντε-έξι η κάθε μια, ανάλογα με τα μελή της οικογένειάς της. Τα καθάριζαν, τα τσίκνιζαν και τα μαγείρευαν, για να τα καταναλώσουν μέχρι την Κυριακή. Ένα από τα φαγητά που έφτιαχναν, απ΄ αυτά ήταν,  το βραστό κοτόπουλο με πλιγούρι. Από αυτό το φαγητό θα μοίραζαν το Σάββατο το πρωί σε τρία σπίτια του χωριού. Έβαζαν στο πιάτο μια κουταλιά πλιγούρι, πάνω έναν κούπανο (μπούτι κοτόπουλου) κι από πάνω μια φέτα ψωμί. Την Πέμπτη επίσης, έβραζαν το σιτάρι για τα κόλλυβα που θα πήγαιναν στην εκκλησία και στα μνήματα το ψυχοσάββατο. Από το σιτάρι αυτό θα ετοίμαζαν και τον κολυβόζουμο. Μια γλυκιά σούπα με σιτάρι, καρύδια, σταφίδες, ζάχαρη, κανέλα, κύμινο. Τον κολυβόζουμο αυτόν, τον μοίραζαν στα σπίτια της γειτονιάς, το πρωί της παρασκευής, πριν ακόμα ξημερώσει καλά. Τις ημέρες αυτές ετοίμαζαν και τα χαρακτηριστικά «τσρακούδια», για το ψυχοσάββατο. 

Την εβδομάδα της Τυρινής έφτιαχναν πίτες σχεδόν κάθε μέρα, αλμυρές και γλυκές. Και πάλι μοίραζαν στα σπίτια της γειτονιάς, πίτες αυτή τη φορά, το πρωί του Σαββάτου. Το απόγευμα πήγαιναν πάλι στα μνήματα, οι γυναίκες μόνες τους, χωρίς τον παπά. Έπαιρναν μαζί τους πίτες, μια κανάτα νερό και το θυμιατό αναμμένο απ’ το σπίτι. Κάπνιζαν οι δρόμοι του χωριού, θυμούνται οι μεγαλύτεροι.     


Τις ημέρες της Αποκριάς, οι πεθερές, έκαναν δώρο στις αρραβωνιασμένες νύφες τους, ένα ταψί με σκληρό αποκριάτικο χαλβά. Τον στόλιζαν με χρωματιστές  καραμέλες και πορτοκάλια, δεμένα όλα μαζί σε ζελατίνα. Τον πρόσφεραν την ώρα που το ζευγάρι έκανε βόλτα στην πλατεία του χωριού. Μπροστά στον κόσμο! Υπήρχε, δε, ανταγωνισμός ποια θα δώσει το μεγαλύτερο ταψί.
Τα βράδια συνήθιζαν να μασκαρεύονται. Άντρες και γυναίκες, μεγάλες παρέες. Φορούσαν περίεργα ρούχα και είχαν τα πρόσωπα τους καλυμμένα, για να μη τους γνωρίζουν και γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και διασκέδαζαν.

Την Κυριακή της Τυρινής, μετά τη Θεία Λειτουργία, έστηναν χορό στο προαύλιο της εκκλησιάς με πρώτο τον παπά του χωριού. Ήταν ο χορός της συγχώρεσης. Συμμετείχε όλο το χωριό, άντρες γυναίκες και παιδιά. Ο χoρός ήταν συρτός, ο κόσμος πιασμένος χέρι χέρι σε κύκλο, δηλώνοντας έτσι, την αγάπη και την ομόνοια. Χόρευαν υπό τους ήχους της λίρας, που έπαιζαν νέοι του χωριού. Μετά τους χορούς, οι γυναίκες και τα κορίτσια έκαναν το έθιμο της κούνιας. Κρεμούσαν κούνιες στα δέντρα της πλατείας. Κουνιόντουσαν όλες οι γυναίκες που ήταν εκεί. Θεωρούσαν καλό να κουνηθούν, για να βγάλουν καλές κλώσες. Όποια ανέβαινε στην κούνια έπρεπε να τραγουδήσει το τραγούδι «γαρυφαλλιά μου πράσινη»…

Το απόγευμα μετά τον εσπερινό της Συγχώρεσης, οι γονείς με τα παιδιά, πήγαιναν στους νονούς και τους συγγενείς για να συγχωρεθούν. Αλλά και όλοι, όσοι αντάμωναν στο δρόμο, έλεγαν «συγχωρεμένα». Στα σπίτια έμεναν συνήθως, μόνο οι ηλικιωμένοι, να περιμένουν τους νεότερους, με τα τραπέζια στρωμένα με μεζέδες και ούζο, για να κερνούν. Έτσι ετοιμάζονταν να αρχίσουν τη νηστεία της σαρακοστής. Αυτό το βράδυ το τελευταίο που έτρωγαν ήταν το βρασμένο αυγό.
«κλείνουν το στόμα μας με το αυγό» έλεγαν. Το Πάσχα μετά την Ανάσταση το πρώτο που θα έτρωγαν, ήταν πάλι το κόκκινο αυγό.


Είχαν επίσης και το τριήμερο. Το τριήμερο ήταν η νηστεία των τριών ημερών. Την έκαναν όποιοι μπορούσαν. Από την καθαρά δευτέρα μέχρι την τέταρτη, δεν έτρωγαν τίποτε, μόνο λίγο νερό για να αντέξουν. Την τέταρτη γινόταν λειτουργία, για να κοινωνήσουν (μεταλάβουν). Έφτιαχναν μια κομπόστα με αποξηραμένα φρούτα (ξιαφι το έλεγαν) και το έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία. Την μέρα αυτή έτρωγαν μόνο από αυτό, το ξιαφι.

Επιμέλεια: Μαίρη Καλαμάρη 
(από αφηγήσεις της Στέλλας Καλαμάρη)

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015


Αυτά είναι τα κάλαντα που τραγουδούσαν οι Κωνσταντινάτοι και οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής στη Μικρά Ασία τα Χριστούγεννα. Ακούστε τα και καλά Χριστούγεννα σε όλους!


Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Κάθε τόπος έχει έθιμα και παραδόσεις που του προσδίδουν μια ξεχωριστή ταυτότητα. Παρακάτω αναφέρονται ασυνήθιστα έθιμα που γίνονται στο Κωνσταντινάτο τις ημέρες κάποιων θρησκευτικών εορτών και δεν τα συναντάει εύκολα κανείς σε άλλες περιοχές.

Σπιτικοί λουκουμάδες για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου

Ένα έθιμο που αναβιώνει το Δεκέμβριο είναι οι σπιτικοί λουκουμάδες. Το βράδυ της παραμονής του Αγίου Νικολάου σε όλα τα σπίτια του Κωνσταντινάτου οι νοικοκυρές φτιάχνουν νηστίσιμους παραδοσιακούς λουκουμάδες με μέλι.

Πατσάς τα ξημερώματα των Χριστουγέννων   

Χριστούγεννα στο Κωνσταντινάτο σημαίνει τραπέζι με σούπα πατσά τα ξημερώματα των Χριστουγέννων. Μετά τη Θεία Λειτουργία, η οποία τελειώνει γύρω στις 7:30 το πρωί, στο Κωνσταντινάτο κανείς δεν πάει για ύπνο! Όλοι κάθονται στο γιορτινό τραπέζι και τρώνε τον παραδοσιακό πατσά.

Φωτιές το πρωί της Μ. Πέμπτης
Το πρωί της Μ. Πέμπτης οι πιστοί συνήθιζαν να ανάβουν στο χωριό φωτιές για να «βοηθήσουν», σύμφωνα με την παράδοση, τον Χριστό να κρυφτεί από τους διώκτες του. Ακόμα και σήμερα γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας εξακολουθούν να τηρούν το έθιμο.

Περιφορά της Εικόνας της Αναστάσεως τη δεύτερη Ανάσταση 

Την Κυριακή του Πάσχα μετά τη δεύτερη Ανάσταση γίνεται περιφορά της Εικόνας της Αναστάσεως στους δρόμους του χωριού. Η Εικόνα ακολουθεί την πορεία της περιφοράς του Επιταφίου. Οι πιστοί φορώντας τα γιορτινά τους ακολουθούν την Περιφορά, ενώ όσοι μένουν στα σπίτια για να σουβλίσουν το αρνί ρίχνουν πυροβολισμούς (με κυνηγετικές καραμπίνες) όταν περνάει μπροστά από το σπίτι τους η πομπή της Περιφοράς.  

Επιμέλεια: Γιάννα Τάνσαρλη

Κυριακή 3 Μαΐου 2015


Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, στο Κωνσταντινάτο έχουμε ακούσει από τους «παλιούς» αστείες ιστορίες και ανέκδοτα του Ναστραντίν Χότζα. Θα προσπαθήσουμε να συλλέξουμε όσο το δυνατόν περισσότερες ιστορίες από κατοίκους του Κωνσταντινάτου για να σας τις παρουσιάσουμε εδώ. Προς το παρόν, βρήκαμε και σας παραθέτουμε κάποια ιστορικά στοιχεία για τον Ναστραντίν Χότζα.

Ο Νασρεντίν Χότζα ή γνωστότερος ελληνικά ως Ναστραντίν Χότζας ήταν ένας δημοφιλής κεντρικός ήρωας μύθων, παροιμιών, ανεκδότων που κυκλοφορούσαν ευρύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανόμενης και της Τουρκίας. Ο Ναστραντίν ήταν λαϊκός φιλόσοφος και έχει μείνει στη μνήμη και την παράδοση της Ανατολής για τις αστείες ιστορίες και τα ανέκδοτά του. Οι ιστορίες του μπορεί να είναι παράδοξες, απλοΐκές αλλά έχουν βαθύτερα νοήματα τα οποία γίνονται κατανοητά μέσα από τη διήγηση.

Υποστηρίζεται ότι γεννήθηκε τον 13ο αιώνα κάπου στο Μεγάλο Κορασάν και ότι διατηρούσε φιλία με τον Ταμερλάνο. Κατ΄ άλλους γεννήθηκε στο Σιβρή Χισάρ στη Μικρά Ασία περί τον 15ο με 16ο αιώνα. Το επάγγελμά του ήταν καδής (ιεροδίκης) και Μουλάς (ιεροδιδάσκαλος). Πέθανε και τάφηκε στο Ακ Σεχήρ κοντά στο Ικόνιο όπου υποστηρίζεται ότι υπήρχε ο τάφος του ένα μικρό «τουρμπέ», (=μαυσωλείο).

Η εκδοχή πάντως ότι όλοι οι σχετικοί μύθοι του Ναστραντίν πλάστηκαν από τον ίδιο είναι εσφαλμένη. Γιατί απλούστατα, πολλά αναφέρονται σε πολύ διαφορετικές περιόδους. Ακόμη πολλά ανέκδοτα μπορεί να αναφέρονται στο όνομά του αλλά είναι βέβαιο ότι άλλοι είναι οι δημιουργοί τους που παρέμειναν αφανείς αφηγητές. 

Η UNESCO είχε θεσπίσει το 1996-97 Διεθνές Ετος Νασρεντίν Χότζα.