Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015


Η γλώσσα των Πιστικοχωριτών είχε μεγάλη ομοιότητα με τη Μανιάτικη διάλεκτο και γενικά με διαλέκτους της Πελοποννήσου, και χαρακτηριζόταν από διάφορους αρχαϊσμούς (π.χ. τι ποιήσωμεν;=τι θα κάνουμε;). Παρουσίαζε διαφορές σε σχέση με τη διάλεκτο των ελληνόφωνων γειτονικών χωριών της περιοχής της Απολλωνιάδας.

Είναι αξιοσημείωτο ότι επειδή στα Πιστικοχώρια (σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Μ. Ασίας) δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ Τούρκοι (γι' αυτό και δεν είχε τζαμιά αλλά μόνο εκκλησίες) πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, οι κάτοικοι των χωριών αυτών δε μιλούσαν καθόλου την Τουρκική γλώσσα και χρησιμοποιούσαν ελάχιστες τουρκικές λέξεις στην καθημερινότητά τους. Διαβάστε παρακάτω μερικές από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Κωνσταντινάτοι στη Μ. Ασία και μετέπειτα στο Κωνσταντινάτο Σερρών. Μάλιστα, κάποιες από αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στο χωριό.


Λέξεις
αβζάτα= βανίλιες (φρούτο)
αγναμάζα= αγύριστο κεφάλι
αγράβλα= δαμάσκηνα
αγωνιώ= γρήγορα
αζντέρι= γερός
άιτσε= αφινίασε
αλιπανάβατο= αποτυχημένο ζυμάρι
αλτζιάκης= θρασύς
αλτζιάς= πόδι (γοφός)
αμάκα= ατομικιστής
αμπατή= πόρτα
αμπντάλης= αλλόκοτος
αναδιάζω= συμβουλεύω
αντέτι= έθιμο
αραλίκι= άνοιγμα/χαραμάδα ή διάστημα χωρίς δουλειές
αφκρίσκα= άκουσα
άφτρα= καμινάδα
αχεροφάς= δικράνι
βάεψε= έγειρε
βίζιτα= επίσκεψη
βούζα= είδος αγριόχορτου
βούκα= μπουκιά
βουλάκα= χωμάτινη πέτρα
βτίνα= πήλινο δοχείο
γάνιασα= δίψασα
γάρα= πολύ αλμυρό
γενιτσαρούδια= κατιφές (φυτό)
γιάγμα= διωγμός/λεηλασία
γιάντα= κλείδα
γιλντίζω= βαριέμαι
γιούνι= μερίδα
γιούριστε= σηκωθείτε
γιούρτσε= πήγε
γιούτια= λόγια (με την έννοια: βάζω «φυτίλια» σε κάποιον)
γκαργκαλεύω= γαργαλάω
γκέτσκα= αργά
γκζούμα= κοιλιά
γκιόξι= στήθος
γκιστιρντίζω= κάνω κάποιον να ζηλέψει
γκντω= σπρώχνω
δέτζερης= κατσαρόλα
δινιξίμι= βαφτισιμιός
έλικας= πελαργός
έσισε= ξεσήκωσε
ζαμακώνω= κατακτώ κάτι (με αρνητική έννοια)
ζέβλα= σιδερένιο παλούκι
ζνίχι= λαιμός
ζνταυλίζω= ανακατεύω τη φωτιά
ζόπκος= κόμπος
ζορμπίλες= σταλακτίτες
ζουλγκούτι= ταλαιπωρία
θρυβουλιάζω= θρυμματίζω
καβάκι= λεύκα
καϊρντίζω= συμπονώ
καΐσια= βερύκοκα
κάιτσα= γλίστρησα
καλπίνα= καλοπερασάκιας, τεμπέλης
καμώ= κλείνω τα μάτια
κανίρτσε= έπεισε
κάπτσα= πήρα
κασνάκι= νταούλι
κασούρα= καυτερή πιπεριά
καστρινούδια= γαρυφαλλιές
κατσιουρντίζω= μου πέφτει κάτι από τα χέρια
καφάς= κεφάλι
κβανώ= κουβαλάω
κίιτσε= ζεστάθηκε
κιόρης= τυφλός
κμάσι= κοτέτσι
κοϊτή= απανεμιά
κολυβόσμος= κολυβόζουμο (βαρβάρα)
κορώνω= ανάβω
κουλβαντίζω= κυνηγάω κάποιον
κουλουρντίζεται= περηφανεύεται
κουντλώ= παραπατάω
κουντούρτσε= "φαγώθηκε"
κούπανος= μπούτι κοτόπουλου
κουπάρτσε= κόπηκε
κούρταλο= πολύ ξερό
κρίνω= μιλώ
λάγγεψα= πήδηξα
λαΐνα= στάμνα
λακούτσι= λακούβα
λάντα= λακούβα με νερό
λιγδερό= αρτυμένο
λιγένη= λεκάνη
λιμανώ= πετάω, ρίχνω
λιμόρια= νεκροταφεία
λιώμαι= κυκλοφορώ
λογρίζω= περιφέρομαι
λόρτος= όρθιος
λουφτουκαμώ= ανοιγοκλείνω τα μάτια
μαδίζω= μαλώνω
μάξος= επίτηδες
μαστραπάς= μεταλλικό ποτήρι
ματακτώ= μετακινώ
ματοτσίνορα= βλεφαρίδες
μαχανάς= αφορμή
μιλίνα= γλυκιά πίτα
μισάλα= τραπεζομάντηλο
μισκίνης= αδύνατος
μούρτζιος= αυτός που έχει λερωθεί στο πρόσωπο
μουσμούλης= χασομέρης
μούτι= ελπίδα
μούτσικα= μούρη
μπαϊλντώ= λιποθυμώ
μπακίρα= κουβάς για νερό
μπάμπω= γριά
μπαξίσι= φιλοδώρημα (κυρίως σε οργανοπαίχτες)
μπάριμ= τουλάχιστον
μπασιαρντίζω= "πιάνουν" τα χέρια μου
μπατάκι= βούρκος
μπατιρόσπορα= ηλιόσπορα
μπατίρτσα= χρεωκόπησα
μπερεκετλίδικο= άφθονο
μπόι= φούστα
μποσιάνκο= χαλαρό
μπούζι= κρύο
μπουμπούδι= μικρόσωμο σκυλί
μπουρδούκες= υπολείμματα από φαγητό στο πρόσωπο
μπουρλιά= αρμαθιά (από σκόρδα)
μπουχτσιάς= «σακί» από σεντόνι που περιέχει πράγματα και μεταφέρεται στην πλάτη
μσίρα= γαλοπούλα
μσίρι= καλαμπόκι
νεγρώνω= τσιγκλάω/φανατίζω
νέισα= τέλος πάντων
νιζά= σπίρτα
νικατώνω= μεταφέρω λόγια (προδίδω)
νιλβάζω= επιτίθεμαι για να κάνω καβγά
νιφκα= έπλυνα το πρόσωπο
νταβούλιασε= πρήστηκε
νταγαντσα= ακούμπησα
νταγιάκι= υποστήλωμα
ντανάδι= αρσενικό μοσχάρι
ντάρκα= δύσκολα
ντερλικώνω= τρώω λαίμαργα
ντιϊντώ= βλέπω
ντίκης= ισχυρογνώμων
ντικτίζω= σηκώνω (ποτήρι/μπουκάλι) για να πιω
ντιλιμπάσα= χαζή
ντιρμάνι= κουράγιο
ντουζένια= νοικοκυριά
ντούζικα= ίσια, ευθεία
ξεποβγάζω= ανταποδίδω
ξερατίζω= διώχνω
ξεροχανιάζω= χασμουριέμαι
ξεστριμμένη= ανάποδη
ξιπάσκα= τρόμαξα
ξλιάζω= κρυώνω
ουρμάνι= μέρος γεμάτο αγριόχορτα
παντέχω= περιμένω
παπαδούδια= χαμομήλι
παραμαλιάζω= σκορπίζω
παρασόλα= ομπρέλα
παραυλώ= τεμπελιάζω
πατιρντί= σαματάς
περγιόρος= αυλόγυρος
πλαλώ= τρέχω
πνάκι= πιάτο
ποτσακίζω= αποθαρρύνω
πούλα= κουνιάδα
πουλούρωσε= μαλάκωσε
πουρναρούδι= βασιλικός
πουτσιμιάζομαι= ανατριχιάζω
πρισκιάζω= κοιμάμαι
πρόσφολος= αβγομάνα
προύνο= πολύ μάυρο
ραβαΐσι= χαλαρότητα
ρασπάτι= πολύ ξινό
ρεκπής= κοντός
ριντές= τρίφτης
σαβουρντώ= πετάω κάτι
σαϊνακτσής= αυτός που βαριέται εύκολα
σαΐτα= πλάστης
σαλαβατιάζω= δέρνω
σαλαμούρα= άλμη
σάλμα= άχυρο
σαλντίζω= απλώνω χέρι για να πάρω
σαλτανάτι= βόλτα, «γύρα»
σάματι= μήπως
σαντέ= γεμάτο από
σαραπατράκι= σαράβαλο
σαργκιά= υπαίθριοι πάγκοι πωλητών
σαρσέμης= χαζός
σάσκα= ετοιμάστηκα
σάτσι= μαγειρικό σκέυος
σάχνιασαν= μούλιασαν
σγάρα= το μπροστινό μέρος του σώματος, μέσα από το ένδυμα
σερσεμλεντίζω= αποβλακώνομαι
σιάχτσα= απόρησα
σιδροσίνι= ταψί
σιρίκα= μακρύ ξύλο
σισιρντίζω= αποσυντονίζομαι, "τα χάνω"
σισμίσκα= κουνήθηκα
σκιάζομαι= διστάζω
σκομίζω= χαλάω την τάξη
σκουμπλώθκα= παραπάτησα
σκουντερίκα= σαύρα
σνι= σοφράς (χαμηλό τραπέζι)
σοκακτσής= αυτός που είναι συνέχεια εκτός σπιτιού (σε βόλτες)
σντέκνισσα= κουμπάρα
σοουτιά= ιτιά
σουζέκι= στραγγιστήρι
σουΐρι= θέαμα
σουκτίζω= καταστρέφω, σπάω
σουλουγαντσε= λαχάνιασε
σουλούκι= ανάσα
σουρμαλώ= σέρνω
σταυρί= ράχη
στια= φωτιά
σφαλάγκοι= σαλιγκάρια
σφάρδακας= βάτραχος
σφεγγάρι= σφηκοφωλιά
ταμαχκιάρης= άπληστος
ταπαλαντίζω= αποπαίρνω
ταρτάρια= κάλτσες
ταχιά= πολύ νωρίς το πρωί
τερλίκια= πλεκτές κάλτσες
τζαγκαρώνω= σκαρφαλώνω
τζιγκντούρια= παντζάρια
τζίμσιρι= καλαμπόκι για ποπ-κορν
τζινιές= στόμα/σαγόνι
τζοσβές= μπρίκι
τμαρεύω= τακτοποιώ
τουτούρτσε= πήγε (χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια)
τράχωμα= προίκα
τριχάς= κόσκινο
τσαγρούδι= χορτάρι
τσακάτι= μέτωπο
τσακμάκι= αναπτήρας
τσαλκαντίζω= ανακατεύω
τσάσκα= φλυτζάνι
τσάτισα= έπαθα
τσατσανεύομαι= συμπεριφέρομαι χαζά (σαν μικρό παιδί)
τσαφλαμπούσκες= ποπ-κορν
τσβούρα= κρύο
τσιγαρίδες= χοιρινή τηγανιά
τσιοπλάκης= γυμνός
τσιορβάς= τραχανάς
τσιρβούλια= χειροποίητα δερμάτινα παπούτσια (από δέρμα χοίρου)
τσιτσινιά= κουτσουλιά
τσοπλάκικο= γυμνό
τσορμπατζής= χουβαρντάς
τσουμαλέκα= γκλίτσα
τσουράπια= κάλτσες
τσρακούδια= λουκούμια
φάλικα= μεγάλο δρεπάνι
φκάλι= σκούπα
φκαλώ= σκουπίζω
φολογώ= αναστενάζω
φουλντάκιασε= κοκκίνισε
φουρδουκλώ= κυλάω
χαϊβάνια= τα ζωντανά
χαϊρσίζης= άχρηστος
χάνιαζω= ανοίγω το στόμα
χανιάρης= αφηρημένος
χαρανί= καζάνι
χαρπαλάτσε= άρπαξε
χέρσι= άρχισε
χιγινέτσα= κακιά
χλιάρι= κουτάλι
χούρτσαλο= σκουπίδι
χρία= τουαλέτα
χρονιάρα= γιορτινή
χτιμπάρι= εκτίμηση
ψιψίκια= παντόφλες

Επιμέλεια: Γιάννα Τάνσαρλη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου